Έξοδος / Exodus
1 ΚΑΙ ο Κύριος μίλησε στον Μωυσή, λέγοντας:
2 Πες στους γιους Ισραήλ, να στραφούν και να στρατοπεδεύσουν απέναντι από την Πι-αϊρώθ, ανάμεσα στη Μιγδώλ και τη θάλασσα, κατάντικρυ στη Βέελ-σεφών· κατάντικρυ σ' αυτή θα στρατοπεδεύσετε, κοντά στη θάλασσα·
3 επειδή, ο Φαραώ θα πει για τους γιους Ισραήλ: Αυτοί περιπλανιούνται στη γη· η έρημος τους περιέκλεισε·
4 κι εγώ θα σκληρύνω την καρδιά τού Φαραώ, ώστε να καταδιώξει καταπίσω τους· και θα δοξαστώ επάνω στον Φαραώ, κι επάνω σε ολόκληρο το στράτευμά του· και οι Αιγύπτιοι θα γνωρίσουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Έτσι και έκαναν.
5 Και αναγγέλθηκε στον βασιλιά τής Αιγύπτου ότι ο λαός έφυγε· και η καρδιά τού Φαραώ και των υπηρετών του μεταβλήθηκε ενάντια στον λαό, και είπαν: Γιατί το κάναμε αυτό, ώστε να εξαποστείλουμε τον Ισραήλ, και να μη μας δουλεύει πλέον;
6 Έζευξε, λοιπόν, την άμαξά του, και παρέλαβε τον λαό του μαζί του·
7 πήρε και 600 εκλεκτές άμαξες, και όλες τις άμαξες της Αιγύπτου, και έβαλε επάνω σε όλε αυτές αρχηγούς.
8 Και ο Κύριος σκλήρυνε την καρδιά τού Φαραώ, του βασιλιά τής Αιγύπτου, και καταδίωξε καταπίσω από τους γιους Ισραήλ· και οι γιοι Ισραήλ έβγαιναν με χέρι υψηλό.
9 Και καταδίωξαν οι Αιγύπτιοι καταπίσω τους, όλα τα άλογα, οι άμαξες του Φαραώ, και οι καβαλάρηδές του και το στράτευμά του· και τους έφτασαν, καθώς ήσαν στρατοπεδευμένοι κοντά στη θάλασσα, απέναντι από την Πι-αϊρώθ, κατάντικρυ στη Βέελ-σεφών.
10 Και όταν ο Φαραώ πλησίασε, οι γιοι Ισραήλ ύψωσαν τα μάτια τους, και να, οι Αιγύπτιοι έρχονταν καταπίσω τους· και φοβήθηκαν υπερβολικά· και αναβόησαν οι γιοι Ισραήλ προς τον Κύριο.
11 Και είπαν στον Μωυσή: Επειδή δεν υπήρχαν μνήματα στην Αίγυπτο, μας έβγαλες για να πεθάνουμε στην έρημο; Γιατί μας το έκανες αυτό, και μας έβγαλες από την Αίγυπτο;
12 Δεν είναι αυτός ο λόγος που σου είπαμε στην Αίγυπτο, λέγοντας: Άφησέ μας, και ας δουλεύουμε τους Αιγυπτίους; Επειδή, ήταν καλύτερα σε μας να δουλεύουμε τους Αιγυπτίους, παρά να πεθάνουμε στην έρημο.
13 Και ο Μωυσής είπε στον λαό: Μη φοβάστε· σταθείτε, και βλέπετε τη σωτηρία τού Κυρίου, που θα κάνει σε σας σήμερα· επειδή, τους Αιγυπτίους, που είδατε σήμερα, δεν θα τους δείτε πλέον, ποτέ·
14 ο Κύριος θα πολεμήσει για σας· κι εσείς θα μένετε ήσυχοι.
15 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Τι βοάς σε μένα; Πες στους γιους Ισραήλ να ξεκινήσουν·
16 κι εσύ ύψωσε τη ράβδο σου, και έκτεινε το χέρι σου προς τη θάλασσα, και σχίσε τη θάλασσα στα δύο, και ας περάσουν οι γιοι Ισραήλ διαμέσου ξηράς στο μέσον της θάλασσας·
17 κι εγώ, πρόσεξε, θα σκληρύνω την καρδιά των Αιγυπτίων, και θα μπουν μέσα πίσω απ' αυτούς· και θα δοξαστώ επάνω στον Φαραώ, κι επάνω σε ολόκληρο το στράτευμά του, επάνω στις άμαξές του, κι επάνω στους καβαλάρηδές του·
18 και θα γνωρίσουν οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο Κύριος, όταν δοξαστώ επάνω στον Φαραώ, επάνω στις άμαξές του, κι επάνω τους καβαλάρηδές του.
19 Τότε, ο άγγελος του Θεού, που προπορευόταν από το στράτευμα του Ισραήλ, σηκώθηκε, και ήρθε πίσω τους· και ο στύλος τής νεφέλης σηκώθηκε από μπροστά τους, και στάθηκε πίσω τους·
20 και ήρθε ανάμεσα στο στράτευμα των Αιγυπτίων και στο στράτευμα του Ισραήλ· και σ' εκείνους μεν ήταν σύννεφο που σκοτείνιαζε, σε τούτους όμως που φώτιζε, τη νύχτα· ώστε το ένα δεν πλησίασε το άλλο, ολόκληρη τη νύχτα.
21 Και ο Μωυσής εξέτεινε το χέρι του προς τη θάλασσα· και ο Κύριος έκανε τη θάλασσα να συρθεί όλη εκείνη τη νύχτα, από δυνατόν ανατολικό άνεμο, και έκανε τη θάλασσα ξηρά, και τα νερά διαχωρίστηκαν.
22 Και μπήκαν μέσα οι γιοι Ισραήλ, στο μέσον της θάλασσας, προς το ξερό μέρος, και τα νερά ήσαν σ' αυτούς τείχος από τα δεξιά και από τα αριστερά τους.
23 Και οι Αιγύπτιοι καταδίωξαν και μπήκαν καταπίσω τους, όλα τα άλογα του Φαραώ, οι άμαξές του, και οι καβαλάρηδές του, στο μέσον της θάλασσας.
24 Και κατά την πρωινή φυλακή, ο Κύριος κοίταξε από επάνω από τον στύλο τής φωτιάς και της νεφέλης προς τον στρατό των Αιγυπτίων, και συντάραξε τον στρατό των Αιγυπτίων·
25 και έβγαλε τους τροχούς των αμαξών τους, ώστε σέρνονταν με δυσκολία· και οι Αιγύπτιοι είπαν: Ας φύγουμε μπροστά από τον Ισραήλ, επειδή ο Κύριος πολεμάει τους Αιγυπτίους, για χάρη τους.
26 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Έκτεινε το χέρι σου προς τη θάλασσα, και ας ξαναγυρίσουν τα νερά επάνω στους Αιγυπτίους, επάνω στις άμαξές τους, κι επάνω στους καβαλάρηδές τους.
27 Και ο Μωυσής εξέτεινε το χέρι του προς τη θάλασσα· και η θάλασσα επανέλαβε την ορμή της γύρω στα ξημερώματα· και οι Αιγύπτιοι, φεύγοντας, τη συνάντησαν· και ο Κύριος κατέστρεψε τους Αιγυπτίους στο μέσον της θάλασσας·
28 επειδή, τα νερά, καθώς ξαναγύρισαν, σκέπασαν τις άμαξες, και τους καβαλάρηδες, ολόκληρο το στράτευμα του Φαραώ, που είχε μπει μέσα καταπίσω τους στη θάλασσα· δεν έμεινε απ' αυτούς ούτε ένας.
29 Και οι γιοι Ισραήλ πέρασαν διαμέσου ξηράς, στο μέσον της θάλασσας. Και τα νερά ήσαν σ' αυτούς τοίχος από δεξιά τους, και από αριστερά τους.
30 Και ο Κύριος έσωσε κατά την ημέρα εκείνη τον Ισραήλ από το χέρι των Αιγυπτίων· και ο Ισραήλ είδε τους Αιγυπτίους νεκρούς στην άκρη τής θάλασσας.
31 Και ο Ισραήλ είδε το μεγάλο εκείνο έργο, που ο Κύριος έκανε επάνω στους Αιγυπτίους· και ο λαός φοβήθηκε τον Κύριο, και πίστεψε στον Κύριο, και στον Μωυσή, τον υπηρέτη του.