Ιησούς του Ναυή / Joshua
1 ΚΑΙ ο Ιησούς, ο γιος τού Ναυή, έστειλε από τη Σιττείμ δύο άνδρες για να κατασκοπεύσουν κρυφά, λέγοντας: Πηγαίνετε, δείτε τη γη, και την Ιεριχώ. Κι εκείνοι πήγαν, και μπήκαν μέσα στο σπίτι μιας πόρνης γυναίκας, που ονομαζόταν Ραάβ, και εκεί κατέλυσαν.
2 Και ανήγγειλαν στον βασιλιά τής Ιεριχώ, λέγοντας: Να, ήρθαν εδώ τη νύχτα δύο άνδρες από τους γιους Ισραήλ, για να κατασκοπεύσουν τη γη.
3 Και ο βασιλιάς τής Ιεριχώ έστειλε απεσταλμένους στη Ραάβ, λέγοντας: Βγάλε έξω τους άνδρες, οι οποίοι μπήκαν μέσα σε σένα, που μπήκαν μέσα στο σπίτι σου· επειδή, ήρθαν να κατασκοπεύσουν ολόκληρη τη γη.
4 Και η γυναίκα παίρνοντας τους δύο άνδρες τούς έκρυψε, και είπε: Ναι μεν οι άνδρες μπήκαν μέσα σε μένα, αλλά δεν ξέρω από πού ήσαν·
5 κι ενώ επρόκειτο να κλειστεί η πύλη, όταν σκοτείνιασε, οι άνδρες βγήκαν έξω· δεν ξέρω πού πήγαν οι άνδρες· τρέξτε γρήγορα από πίσω τους, επειδή θα τους προφτάσετε.
6 Αυτή, όμως, τους είχε ανεβάσει επάνω στην ταράτσα και τους είχε σκεπάσει με λινοκάλαμο, που είχε στοιβαγμένο επάνω στην ταράτσα.
7 Και οι άνδρες έτρεξαν από πίσω τους, από τον δρόμο που οδηγεί στον Ιορδάνη, μέχρι τις διαβάσεις· κι αμέσως, αφού αναχώρησαν εκείνοι που έτρεχαν από πίσω τους, κλείστηκε η πύλη.
8 Και πριν εκείνοι πλαγιάσουν, αυτή ανέβηκε σ' αυτούς επάνω στην ταράτσα.
9 Και είπε στους άνδρες: Γνωρίζω ότι ο Κύριος σας έδωσε τη γη· και ότι ο τρόμος σας έπεσε επάνω μας, και ότι όλοι οι κάτοικοι της γης νεκρώθηκαν από τον φόβο σας·
10 επειδή, ακούσαμε πώς ο Κύριος ξέρανε τα νερά τής Ερυθράς Θάλασσας μπροστά σας, όταν βγήκατε έξω από την Αίγυπτο· και τι κάνατε στους δύο βασιλιάδες των Αμορραίων, που ήσαν πέρα από τον Ιορδάνη, στον Σηών, και στον Ωγ, που τους εξολοθρεύσατε·
11 και καθώς ακούσαμε, διαλύθηκε η καρδιά μας, και δεν έμεινε πλέον πνοή σε κανέναν από τον φόβο σας, επειδή ο Κύριος ο Θεός σας, αυτός είναι ο Θεός επάνω στον ουρανό, και κάτω στη γη·
12 και τώρα, ορκιστείτε μου, παρακαλώ, στον Κύριο, ότι, καθώς εγώ έκανα έλεος σε σας, θα κάνετε κι εσείς έλεος στην οικογένεια του πατέρα μου· και δώστε μου ένα σημάδι πίστης,
13 ότι θα διαφυλάξετε τη ζωή στον πατέρα μου, και στη μητέρα μου, και στους αδελφούς μου, και στις αδελφές μου, και σε όλα όσα έχουν, και θα σώσετε τη ζωή μας από τον θάνατο.
14 Και οι άνδρες αποκρίθηκαν σ' αυτή: Η ζωή μας ας παραδοθεί σε θάνατο αντί της δικής σας, (αν μόνο δεν φανερώσετε αυτή την υπόθεσή μας), αν εμείς, όταν ο Κύριος παραδώσει σε μας τη γη, δεν δείξουμε έλεος και πίστη σε σένα.
15 Τότε, τους κατέβασε με σχοινί μέσα από το παράθυρο· επειδή, το σπίτι της ήταν στο τείχος της πόλης, και κατοικούσε στο τείχος.
16 Και είπε: Πηγαίνετε προς την ορεινή, περιοχή, για να μη σας συναντήσουν εκείνοι που σας καταδιώκουν· και κρυφτείτε εκεί τρεις ημέρες, μέχρις ότου επιστρέψουν αυτοί που σας καταδιώκουν· και έπειτα, θα πάτε στον δρόμο σας.
17 Και οι άνδρες είπαν σ' αυτή: Με τούτο θα είμαστε καθαροί από αυτόν τον όρκο σου που μας έκανες να ορκιστούμε·
18 δες, όταν εμείς μπαίνουμε μέσα στη γη, θα δέσεις το σχοινί αυτό του κόκκινου νήματος στο παράθυρο, από το οποίο μας κατέβασες· και τον πατέρα σου, και τη μητέρα σου, και τους αδελφούς σου, και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα σου, θα συγκεντρώσεις κοντά σου στο σπίτι·
19 και καθένας, που θα βγει έξω από τη θύρα τού σπιτιού σου, το αίμα του θα είναι επάνω στο κεφάλι του, κι εμείς θα είμαστε καθαροί· όποιος, όμως, μένει μαζί σου στο σπίτι, το αίμα του θα είναι επάνω στο κεφάλι μας, αν κάποιος βάλει χέρι επάνω του·
20 αλλά, αν φανερώσεις την υπόθεσή μας αυτή, τότε θα είμαστε λυμένοι από τον όρκο σου, που μας έκανες να ορκιστούμε.
21 Και εκείνη είπε: Σύμφωνα με τα λόγια σας, έτσι ας γίνει. Και τους εξαπέστειλε, και αναχώρησαν· κι αυτή έδεσε το κόκκινο σχοινί στο παράθυρο.
22 Και αναχώρησαν, και ήρθαν στην ορεινή περιοχή, και έμειναν εκεί τρεις ημέρες, μέχρις ότου επέστρεψαν εκείνοι που τους καταδίωκαν· και τους αναζήτησαν αυτοί που τους καταδίωκαν σε ολόκληρο τον δρόμο, όμως δεν τους βρήκαν.
23 Και οι δύο άνδρες γύρισαν, και κατέβηκαν από το βουνό, και διάβηκαν και ήρθαν στον Ιησού, τον γιο τού Ναυή, και του διηγήθηκαν όλα όσα τους συνέβησαν.
24 Και είπαν στον Ιησού: Σίγουρα, ο Κύριος παρέδωσε στα χέρια μας ολόκληρη τη γη· και μάλιστα όλοι οι κάτοικοι του τόπου νεκρώθηκαν από τον φόβο μας.