Ρουθ / Ruth
1 ΚΑΙ η Ναομί, η πεθερά της, της είπε: Θυγατέρα μου, να μη ζητήσω ανάπαυση σε σένα για να ευημερήσεις;
2 Και, τώρα, μήπως ο Βοόζ δεν είναι από τη συγγένειά μας, μαζί με τα κορίτσια τού οποίου ήσουν; Δες, αυτός λικμίζει αυτή τη νύχτα το αλώνι των κριθαριών·
3 λούσου, λοιπόν, και αλείψου, και ντύσου τη στολή σου, και κατέβα στο αλώνι· μη γνωριστείς στον άνθρωπο, μέχρις ότου τελειώσει από το να φάει και να πιει·
4 κι ενώ πλαγιάζει, παρατήρησε τον τόπο όπου πλαγιάζει, και αφού έρθεις, σήκωσε το σκέπασμα από τα πόδια του, και πλάγιασε· κι εκείνος θα σου πει τι να κάνεις.
5 Κι εκείνη τής είπε: Όλα όσα μου λες θα τα κάνω.
6 Και κατέβηκε στο αλώνι, και έκανε όλα όσα την πρόσταξε η πεθερά της.
7 Και αφού ο Βοόζ έφαγε και ήπιε, και ευφράνθηκε η καρδιά του, πήγε να πλαγιάσει στην άκρη τού σωρού τού σιταριού· κι εκείνη ήρθε κρυφά, και σήκωσε το σκέπασμά του από τα πόδια του, και πλάγιασε.
8 Και κατά τα μεσάνυχτα ο άνθρωπος ξύπνησε ξαφνικά και συνταράχθηκε· και νάσου, μια γυναίκα κοιμόταν κοντά στα πόδια του.
9 Και είπε: Ποια είσαι εσύ; Κι εκείνη απάντησε: Εγώ, η Ρουθ η δούλη σου· άπλωσε, λοιπόν, τις φτερούγες σου επάνω στη δούλη σου· επειδή, είσαι ο πιο κοντινός συγγενής μου.
10 Κι εκείνος είπε: Ευλογημένη να είσαι από τον Κύριο, θυγατέρα· επειδή, έδειξες περισσότερη αγαθοσύνη τελευταία απ' ό,τι πριν, μη πηγαίνοντας πίσω από νέους, είτε φτωχούς είτε πλούσιους·
11 Και τώρα, θυγατέρα, μη φοβάσαι· θα κάνω σε σένα ό,τι πεις· επειδή, ολόκληρη η πόλη τού λαού μου ξέρει ότι είσαι ενάρετη γυναίκα·
12 Και τώρα είναι αληθινό ότι εγώ είμαι στενός συγγενής· όμως, υπάρχει ένας άλλος συγγενής πιο στενός από μένα·
13 μείνε αυτή τη νύχτα· και το πρωί, αν αυτός θέλει να εκπληρώσει σε σένα το συγγενικό του χρέος, είναι καλό· ας το εκπληρώσει· αλλά, αν δεν θέλει να εκπληρώσει σε σένα το συγγενικό του χρέος, τότε εγώ θα το εκπληρώσω σε σένα, ζει ο Κύριος· κοιμήσου μέχρι το πρωί.
14 Και κοιμήθηκε κοντά στα πόδια του μέχρι το πρωί· και σηκώθηκε, πριν άνθρωπος διακρίνει άνθρωπο. Κι εκείνος είπε: Ας μη γίνει γνωστό ότι η γυναίκα ήρθε στο αλώνι.
15 Κι ακόμα είπε: Φέρε το περικάλυμμα που είναι επάνω σου, και κράτα το. Κι εκείνη το κρατούσε, κι αυτός τής μέτρησε έξι μέτρα κριθάρι, και το έβαλε επάνω της· και πήγε στην πόλη.
16 Και όταν ήρθε στην πεθερά της, εκείνη είπε: Τι έγινε σε σένα, θυγατέρα μου; Κι αυτή της ανήγγειλε όλα όσα τής έκανε ο άνθρωπος·
17 και είπε: Μου έδωσε αυτά τα έξι μέτρα κριθάρι· επειδή, δεν θα πας, μου είπε, αδειανή στην πεθερά σου.
18 Κι εκείνη είπε: Κάθησε, θυγατέρα μου, μέχρις ότου δεις πώς θα τελειώσει το πράγμα· επειδή, ο άνθρωπος δεν θα ησυχάσει, μέχρις ότου τελειώσει το πράγμα σήμερα.