Αμώς / Amos
1 ΕΤΣΙ έδειξε σε μένα ο Κύριος ο Θεός· και ξάφνου, ένα κανίστρι καλοκαιριάτικου καρπού.
2 Και είπε: Τι βλέπεις εσύ, Αμώς; Και είπα: Ένα κανίστρι καλοκαιριάτικου καρπού. Τότε, ο Κύριος μου είπε: Ήρθε το τέλος επάνω στον λαό μου Ισραήλ· στο εξής, δεν θα τον παρατρέξω.
3 Και κατά την ημέρα εκείνη τα άσματα του ναού θα είναι ολολυγμοί, λέει ο Κύριος ο Θεός· σε κάθε τόπο θα είναι πολλά πτώματα· θα τα πετάξουν έξω, μέσα σε σιωπή.
4 Ακούστε τούτο, εσείς που ρουφάτε τους πένητες, και αφανίζετε τους φτωχούς τού τόπου,
5 λέγοντας: Πότε θα περάσει ο μήνας, για να πουλήσουμε γεννήματα; Και το σάββατο, για να ανοίξουμε σιτάρι, μικραίνοντας το εφά, και μεγαλώνοντας τον σίκλο, και νοθεύοντας τα ζύγια τής απάτης;
6 Για να αγοράσουμε τους φτωχούς με ασήμι, και τον πένητα για ένα ζευγάρι υποδήματα, και να πουλήσουμε τα σκύβαλα του σιταριού;
7 Ο Κύριος ορκίστηκε στη δόξα τού Ιακώβ, λέγοντας: Βέβαια, δεν θα λησμονήσω ποτέ κανένα από τα έργα τους.
8 Η γη δεν θα ταραχτεί γι' αυτό, και θα πενθήσει κάθε ένας που κατοικεί σ' αυτή; Και δεν θα ξεχειλίσει ολόκληρη σαν ποταμός, και δεν θα απορριφθεί, και καταποντιστεί σαν από τον μεγάλο ποταμό τής Αιγύπτου;
9 Και κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Κύριος ο Θεός, θα κάνω τον ήλιο να δύσει σε καιρό μεσημεριού, και θα κατασκοτεινιάσω τη γη μέσα σε φωτεινή ημέρα.
10 Και θα μεταστρέψω τις γιορτές σας σε πένθος, και όλα τα άσματά σας σε θρήνο· και θα ανεβάσω σάκο επάνω σε κάθε οσφύ, και φαλάκρωμα επάνω σε κάθε κεφάλι· και θα τον καταστήσω σαν αυτόν που πενθεί τον μονογενή του γιο, και το τέλος του θα είναι σαν μια ημέρα πικρίας.
11 Δέστε, έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος ο Θεός, και θα στείλω πείνα επάνω στη γη· όχι πείνα ψωμιού ούτε δίψα νερού, αλλά ακρόασης των λόγων τού Κυρίου.
12 Και θα περιπλανιούνται από θάλασσα σε θάλασσα, και θα περιτρέχουν από τον βορρά μέχρι την ανατολή, ζητώντας τον λόγο τού Κυρίου· και δεν θα βρουν.
13 Κατά την ημέρα εκείνη, οι ωραίες παρθένες θα λιποθυμήσουν, και οι νέοι, από δίψα.
14 Κι αυτοί που δίνουν όρκο στην αμαρτία τής Σαμάρειας, κι αυτοί που λένε: Ζει ο θεός σου, Δαν, και: Ζει ο δρόμος τής Βηρ-σαβεέ, και θα πέσουν, και δεν θα σηκωθούν πλέον.