Ιωνάς / Jonah
1 Και ο Ιωνάς λυπήθηκε με μεγάλη λύπη, και αγανάκτησε.
2 Και προσευχήθηκε στον Κύριο, και είπε: Ω, Κύριε, αυτός δεν ήταν ο λόγος μου, ενώ ήμουν ακόμα στην πατρίδα μου; Γι' αυτό, πρόλαβα να φύγω στη Θαρσείς· επειδή, γνώριζα ότι εσύ είσαι Θεός ελεήμονας και οικτίρμονας, μακρόθυμος και πολυέλεος, και μετανοείς για το κακό.
3 Και, τώρα, Κύριε, πάρε, σε παρακαλώ, από μένα την ψυχή μου· επειδή, είναι καλύτερο σε μένα να πεθάνω, παρά να ζω.
4 Και ο Κύριος είπε: Είναι καλό να αγανακτείς;
5 Και ο Ιωνάς βγήκε από την πόλη, και κάθησε προς το ανατολικό μέρος τής πόλης, και εκεί έκανε για τον εαυτό του μια καλύβα, και καθόταν κάτω από τη σκιά της, μέχρις ότου δει τι επρόκειτο να γίνει στην πόλη.
6 Και ο Κύριος ο Θεός διέταξε μια κολοκυθιά, και έκανε να ανέβει επάνω από τον Ιωνά, για να είναι σκιά επάνω από το κεφάλι του, για να τον ανακουφίσει από τη θλίψη του. Και ο Ιωνάς χάρηκε για την κολοκυθιά με μεγάλη χαρά.
7 Και ο Θεός διέταξε ένα σκουλήκι, όταν χάραξε η αυγή τής επόμενης ημέρας· και χτύπησε την κολοκυθιά, και ξεράθηκε.
8 Και καθώς ανέτειλε ο ήλιος, διέταξε ο Θεός έναν καυστικό ανατολικό άνεμο· και ο ήλιος χτύπησε το κεφάλι τού Ιωνά, ώστε λιγοψύχησε· και ζήτησε μέσα στην ψυχή του να πεθάνει· και είπε: Είναι καλύτερο σε μένα να πεθάνω, παρά να ζω.
9 Και ο Θεός είπε στον Ιωνά: Είναι καλό να αγανακτείς για την κολοκυθιά; Και είπε: Είναι καλό να αγανακτώ μέχρι θανάτου.
10 Και ο Κύριος είπε: Εσύ λυπήθηκες για την κολοκυθιά, για την οποία δεν κοπίασες, αλλ' ούτε την έκανες να αυξηθεί, η οποία γεννήθηκε μέσα σε μια νύχτα, και μέσα σε μια νύχτα χάθηκε.
11 Κι εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ για τη Νινευή, τη μεγάλη πόλη, στην οποία υπάρχουν περισσότερες από 12 μυριάδες ανθρώπων, που δεν διακρίνουν το δεξί τους από το αριστερό τους χέρι, και πολλά κτήνη;