Ιωάννης / John
1 ΥΣΤΕΡΑ απ' αυτά, ο Ιησούς αναχώρησε πέρα από τη θάλασσα της Γαλιλαίας, της Τιβεριάδας·
2 και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, επειδή έβλεπαν τα θαύματά του που έκανε επάνω σ' εκείνους που ασθενούσαν.
3 Και ο Ιησούς ανέβηκε επάνω στο βουνό, και εκεί καθόταν μαζί με τους μαθητές του.
4 Και πλησίαζε το Πάσχα, η γιορτή των Ιουδαίων.
5 Ο Ιησούς, λοιπόν, καθώς ύψωσε τα μάτια του, και βλέποντας ότι ένα μεγάλο πλήθος έρχεται προς αυτόν, λέει στον Φίλιππο: Από πού θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάνε αυτοί;
6 (Κι αυτό το έλεγε δοκιμάζοντάς τον· επειδή, αυτός ήξερε τι επρόκειτο να κάνει).
7 Ο Φίλιππος του αποκρίθηκε: Ψωμιά για 200 δηνάρια δεν αρκούν σ' αυτούς, για να πάρει κάθε ένας κάτι λίγο.
8 Ένας από τους μαθητές του, ο Ανδρέας, ο αδελφός τού Σίμωνα, λέει σ' αυτόν:
9 Εδώ είναι ένα παιδάκι, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά, και δύο ψάρια· αλλά, αυτά τι είναι σε τόσους πολλούς;
10 Και ο Ιησούς είπε: Κάντε τούς ανθρώπους να καθήσουν. Υπήρχε δε πολύ χορτάρι σ' αυτό τον τόπο. Και κάθησαν οι άνδρες περίπου 5.000 σε αριθμό.
11 Και ο Ιησούς πήρε τα ψωμιά, και αφού ευχαρίστησε, τα μοίρασε στους μαθητές, και οι μαθητές στους καθισμένους· το ίδιο και από τα ψάρια, όσο ήθελαν.
12 Και αφού χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: Μαζέψτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτε.
13 Τα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, που περίσσεψαν απ' αυτούς που έφαγαν.
14 Οι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν το θαύμα που έκανε ο Ιησούς, έλεγαν, ότι: Αυτός είναι αληθινά ο προφήτης, που επρόκειτο νάρθει στον κόσμο.
15 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή γνώρισε ότι πρόκειται νάρθουν, και να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο βουνό αυτός μόνος.
16 Και καθώς έγινε βράδυ, οι μαθητές του κατέβηκαν στη θάλασσα·
17 και αφού μπήκαν μέσα στο πλοίο, έρχονταν στην απέναντι πλευρά τής θάλασσας, στην Καπερναούμ. Και είχε ήδη γίνει σκοτάδι, και ο Ιησούς δεν είχε έρθει σ' αυτούς·
18 και η θάλασσα υψωνόταν, επειδή έπνεε δυνατός άνεμος.
19 Αφού, λοιπόν, κωπηλάτησαν περίπου 25 ή 30 στάδια, βλέπουν τον Ιησού να περπατάει επάνω στη θάλασσα, και να πλησιάζει στο πλοίο, και φοβήθηκαν.
20 Και εκείνος τούς λέει: Εγώ είμαι, μη φοβάστε.
21 Ήθελαν, λοιπόν, να τον πάρουν στο πλοίο· κι αμέσως το πλοίο έφτασε στη γη, όπου πήγαιναν.
22 Την επόμενη ημέρα, το πλήθος που στεκόταν πέρα από τη θάλασσα, όταν είδε ότι άλλο μικρό πλοίο δεν υπήρχε εκεί, παρά μονάχα ένα, εκείνο στο οποίο είχαν μπει μέσα οι μαθητές του, και ότι ο Ιησούς δεν είχε μπει μέσα στο μικρό πλοίο μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι μαθητές του αναχώρησαν μόνοι·
23 (ήρθαν και άλλα μικρά πλοία από την Τιβεριάδα, κοντά στον τόπο όπου είχαν φάει το ψωμί, αφού ο Κύριος είχε ευχαριστήσει)·
24 όταν, λοιπόν, το πλήθος είδε ότι ο Ιησούς δεν είναι εκεί ούτε οι μαθητές του, μπήκαν κι αυτοί μέσα στα πλοία, και ήρθαν στην Καπερναούμ ζητώντας τον Ιησού.
25 Και όταν τον βρήκαν, πέρα από τη θάλασσα, του είπαν: Ραββί, πότε ήρθες εδώ;
26 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, με ζητάτε, όχι επειδή είδατε θαύματα, αλλά επειδή φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε.
27 Εργάζεστε όχι για την τροφή που φθείρεται, αλλά για την τροφή που μένει σε αιώνια ζωή, την οποία ο Υιός τού ανθρώπου θα σας δώσει· επειδή, τούτον σφράγισε ο Πατέρας, ο Θεός.
28 Του είπαν, λοιπόν: Τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα τού Θεού;
29 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Τούτο είναι το έργο τού Θεού, να πιστέψετε σ' αυτόν τον οποίον εκείνος απέστειλε.
30 Τότε, του είπαν: Ποιο σημείο, λοιπόν, κάνεις εσύ, για να δούμε και να πιστέψουμε σε σένα; Τι εργάζεσαι;
31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο, όπως είναι γραμμένο: «Άρτον από τον ουρανό έδωσε σ' αυτούς να φάνε».
32 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν σας έδωσε τον άρτο από τον ουρανό ο Μωυσής· αλλά, ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό.
33 Επειδή, ο άρτος τού Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό, και δίνει ζωή στον κόσμο.
34 Του είπαν, λοιπόν: Κύριε, δώσε μας πάντοτε τούτον τον άρτο.
35 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Εγώ είμαι ο άρτος τής ζωής· όποιος έρχεται σε μένα, δεν θα πεινάσει· και όποιος πιστεύει σε μένα, δεν θα διψάσει ποτέ.
36 Όμως, σας είπα ότι, και με είδατε και δεν πιστεύετε.
37 Κάθε τι που μου δίνει ο Πατέρας, θάρθει σε μένα· και εκείνον που έρχεται σε μένα, δεν θα τον βγάλω έξω·
38 επειδή, κατέβηκα από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που με απέστειλε.
39 Και το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε, είναι τούτο: Κάθε τι που μου έδωσε, να μη απολέσω τίποτε απ' αυτό, αλλά να το αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
40 Και το θέλημα εκείνου που με απέστειλε είναι τούτο: Καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σ' αυτόν, να έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
41 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, γόγγυζαν γι' αυτόν, επειδή είπε: Εγώ είμαι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό·
42 και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος τού Ιωσήφ, του οποίου εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς, λοιπόν, αυτός λέει ότι, κατέβηκα από τον ουρανό;
43 Ο Ιησούς αποκρίθηκε, λοιπόν, και τους είπε: Μη γογγύζετε αναμεταξύ σας.
44 Κανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που με απέστειλε· και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
45 Είναι γραμμένο στους προφήτες: «Και όλοι θα είναι διδακτοί τού Θεού». Καθένας, λοιπόν, που θα ακούσει από τον Πατέρα και θα μάθει, έρχεται σε μένα.
46 Όχι ότι κάποιος είδε τον Πατέρα, παρά μονάχα εκείνος που είναι από τον Θεό· αυτός είδε τον Πατέρα.
47 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Εκείνος που πιστεύει σε μένα, έχει αιώνια ζωή.
48 Εγώ είμαι ο άρτος τής ζωής.
49 Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο και πέθαναν.
50 Αυτός είναι ο άρτος, που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κάποιος απ' αυτόν και να μη πεθάνει.
51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει απ' αυτόν τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και, μάλιστα, ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου, που εγώ θα δώσω χάρη τής ζωής τού κόσμου.
52 Οι Ιουδαίοι μάχονταν, λοιπόν, αναμεταξύ τους, λέγοντας: Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;
53 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ' αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Αν δεν φάτε τη σάρκα τού Υιού τού ανθρώπου, και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μέσα σας ζωή.
54 Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.
55 Επειδή, η σάρκα μου, αληθινά, είναι τροφή, και το αίμα μου, αληθινά, είναι πόση.
56 Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, μένει σε ενότητα με μένα και εγώ σε ενότητα μ' αυτόν.
57 Όπως με απέστειλε ο Πατέρας που ζει, και εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει, θα ζήσει και εκείνος για μένα.
58 Αυτός είναι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό· όχι όπως οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα, και πέθαναν· όποιος τρώει τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα.
59 Αυτά είπε μέσα στη συναγωγή διδάσκοντας στην Καπερναούμ.
60 Πολλοί, λοιπόν, από τους μαθητές του, όταν τα άκουσαν αυτά, είπαν: Σκληρός είναι αυτός ο λόγος· ποιος μπορεί να τον ακούει;
61 Και καθώς ο Ιησούς αντιλήφθηκε μέσα του ότι οι μαθητές του γογγύζουν γι' αυτό, τους είπε: Αυτό σας σκανδαλίζει;
62 Αν, λοιπόν, θωρείτε τον Υιό τού ανθρώπου να ανεβαίνει όπου ήταν πρωτύτερα;
63 Το πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί τίποτε· τα λόγια που εγώ σας μιλάω, είναι πνεύμα και είναι ζωή·
64 όμως, είναι μερικοί από σας, που δεν πιστεύουν. Επειδή, ο Ιησούς ήξερε εξαρχής, ποιοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν, και ποιος είναι εκείνος που πρόκειται να τον παραδώσει.
65 Και έλεγε: Γι' αυτό, σας είπα ότι: Κανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν του είναι δοσμένο από τον Πατέρα μου.
66 Από τότε, πολλοί από τους μαθητές του στράφηκαν προς τα πίσω, και δεν περπατούσαν πλέον μαζί του.
67 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε στους δώδεκα: Μήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε;
68 Του αποκρίθηκε, λοιπόν, ο Σίμωνας Πέτρος: Κύριε, σε ποιον θα πάμε; Εσύ έχεις λόγια αιώνιας ζωής·
69 κι εμείς πιστέψαμε και γνωρίσαμε ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού ζωντανού Θεού.
70 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς: Εγώ δεν διάλεξα εσάς τους δώδεκα, και ένας από σας είναι διάβολος;
71 Και εννοούσε τον Ιούδα τού Σίμωνα, τον Ισκαριώτη· επειδή, αυτός, ενώ ήταν ένας από τους δώδεκα, επρόκειτο να τον παραδώσει.