2 Κορινθίους / 2 Corinthians
1 Είθε να υποφέρετε για λίγο την αφροσύνη μου· αλλά, και να με υποφέρετε·
2 επειδή, είμαι ζηλότυπος προς εσάς με ζηλοτυπία Θεού· δεδομένου ότι, σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, για να σας παραστήσω αγνή παρθένα στον Χριστό.
3 Φοβάμαι, όμως, μήπως, όπως το φίδι με την πανουργία του εξαπάτησε την Εύα, διαφθαρεί έτσι ο νους σας, ξεπέφτοντας από την απλότητα που υπάρχει στον Χριστό.
4 Επειδή, αν αυτός που έρχεται κηρύττει σε σας έναν άλλον Ιησού, που εμείς δεν κηρύξαμε, ή λαβαίνετε ένα άλλο πνεύμα, που δεν λάβατε, ή ένα άλλο ευαγγέλιο, που δεν δεχθήκατε, καλώς θα τον υποφέρατε.
5 Αλλά, στοχάζομαι ότι, δεν είμαι σε τίποτε κατώτερος από τους πρώτιστους αποστόλους.
6 Αν και είμαι ιδιώτης στον λόγο, όχι όμως και στη γνώση· αλλά, με κάθε τρόπο φανερωθήκαμε προς εσάς σε όλα.
7 Ή έπραξα αμαρτία, ταπεινώνοντας τον εαυτό μου για να υψωθείτε εσείς, επειδή σας κήρυξα το ευαγγέλιο του Θεού δωρεάν;
8 Γύμνωσα άλλες εκκλησίες, παίρνοντας τα αναγκαία για την υπηρεσία σας·
9 και όταν ήμουν παρών σε σας και στερήθηκα, δεν επιβάρυνα κανέναν· επειδή, τη στέρησή μου αναπλήρωσαν ολοκληρωτικά οι αδελφοί που ήρθαν από τη Μακεδονία· και φύλαξα τον εαυτό μου, σε όλα, και θα τον φυλάξω, χωρίς να γίνω βάρος απέναντί σας.
10 Είναι αλήθεια τού Χριστού μέσα μου, ότι, αυτή η καύχηση δεν θα αποκλειστεί σε μένα στους τόπους τής Αχαϊας.
11 Γιατί; Επειδή, δεν σας αγαπώ; Ο Θεός γνωρίζει.
12 Και ό,τι κάνω, αυτό και θα κάνω, για να αποκόψω την αφορμή εκείνων που θέλουν αφορμή· για να βρεθούν, σ' εκείνο που καυχώνται, τέτοιοι όπως κι εμείς.
13 Επειδή, οι άνθρωποι αυτού τού είδους είναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι εργάτες, που μετασχηματίζονται σε αποστόλους τού Χριστού.
14 Και δεν είναι τίποτε το θαυμαστό· επειδή, ο ίδιος ο σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός.
15 Δεν είναι, λοιπόν, μεγάλο αν και οι διάκονοί του μετασχηματίζονται σε διακόνους τής δικαιοσύνης· που το τέλος τους θα είναι σύμφωνα με τα έργα τους.
16 Λέω ξανά: Κανένας ας μη με θεωρήσει ότι είμαι άφρονας· ειδάλλως, δεχθείτε με ακόμα και σαν άφρονα, για να καυχηθώ κι εγώ λιγάκι.
17 Ό,τι μιλάω σε τούτο το θάρρος τής καύχησης, δεν το μιλάω σύμφωνα με τον Κύριο, αλλά ως άφρονας.
18 Επειδή, πολλοί καυχώνται κατά τη σάρκα, θα καυχηθώ και εγώ.
19 Για τον λόγο ότι, εσείς υποφέρετε ευχαρίστως τούς άφρονες, παρόλο που είστε φρόνιμοι·
20 επειδή υποφέρετε, αν κάποιος σας υποδουλώνει, αν κάποιος σας κατατρώει, αν κάποιος παίρνει τα δικά σας, αν κάποιος υπερηφανεύεται, αν κάποιος σάς χτυπάει κατά πρόσωπο.
21 Από λόγους ντροπής το λέω, σαν εμείς να ήμασταν ασθενείς· αλλά, σε ό,τι κάποιος τολμάει, (με αφροσύνη μιλάω) τολμάω και εγώ·
22 είναι Εβραίοι; Και εγώ· είναι Ισραηλίτες; Και εγώ· είναι σπέρμα τού Αβραάμ; Και εγώ.
23 Είναι υπηρέτες τού Χριστού; (Παραφρονώντας μιλάω) περισσότερο εγώ· σε κόπους περισσότερο, σε πληγές υπερβολικού βαθμού, σε φυλακές περισσότερο, σε θανάτους πολλές φορές·
24 από τους Ιουδαίους πέντε φορές πήρα 40 παρά μία μαστιγώσεις·
25 τρεις φορές ραβδίστηκα, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έκανα στον βυθό·
26 σε οδοιπορίες πολλές φορές, σε κινδύνους ποταμών, σε κινδύνους ληστών, σε κινδύνους από το γένος, σε κινδύνους από τα έθνη, σε κινδύνους στην πόλη, σε κινδύνους στην ερημιά, σε κινδύνους στη θάλασσα, σε κινδύνους από ψευδάδελφους·
27 σε κόπο και μόχθο, σε αγρυπνίες πολλές φορές, σε πείνα και δίψα, σε νηστείες πολλές φορές, σε ψύχος και γυμνότητα·
28 εκτός από τα εξωτερικά, ο επικείμενος αγώνας καθημερινά, η μέριμνα όλων των εκκλησιών.
29 Ποιος ασθενεί, και δεν ασθενώ; Ποιος σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι;
30 Αν πρέπει να καυχώμαι, θα καυχηθώ σ' αυτά που έχουν σχέση με τις ασθένειές μου.
31 Ο Θεός και Πατέρας τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογητός στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι.
32 Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης τού βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, θέλοντας να με πιάσει·
33 και διαμέσου ενός μικρού παραθύρου με κατέβασαν από το τείχος μέσα σε ένα κοφίνι, και ξέφυγα από τα χέρια του.