1 Βασιλέων / 1 King
1 ΚΑΙ ο Ροβοάμ πήγε στη Συχέμ· επειδή, στη Συχέμ ερχόταν ολόκληρος ο Ισραήλ για να τον κάνει βασιλιά.
2 Και καθώς το άκουσε αυτό ο Ιεροβοάμ, ο γιος τού Ναβάτ, που ήταν ακόμα στην Αίγυπτο, όπου είχε φύγει μπροστά από τον βασιλιά Σολομώντα, ο Ιεροβοάμ έμεινε ακόμα στην Αίγυπτο·
3 έστειλαν, όμως, και τον κάλεσαν. Τότε, ο Ιεροβοάμ ήρθε και ολόκληρη η συναγωγή τού Ισραήλ, και μίλησαν στον Ροβοάμ, λέγοντας:
4 Ο πατέρας σου σκλήρυνε τον ζυγό μας· τώρα, λοιπόν, τη σκληρή δουλεία τού πατέρα σου, και τον βαρύ ζυγό του, που επέβαλε επάνω μας, ελάφρυνέ τον εσύ, και θα σε δουλεύουμε.
5 Κι εκείνος τούς είπε: Αναχωρήστε μέχρι τρεις ημέρες· έπειτα, επιστρέψτε σε μένα. Και ο λαός αναχώρησε.
6 Και ο βασιλιάς Ροβοάμ συμβουλεύτηκε τους πρεσβύτερους, που παραστέκονταν μπροστά στον Σολομώντα, τον πατέρα του, ενώ ακόμα ζούσε, λέγοντας: Τι με συμβουλεύετε εσείς να απαντήσω σε τούτο τον λαό;
7 Και του μίλησαν, λέγοντας: Αν γίνεις σήμερα δούλος σε τούτο τον λαό, και τους δουλέψεις, και τους απαντήσεις, και τους μιλήσεις λόγια αγαθά, τότε θα είναι για πάντα δούλοι σου.
8 Όμως, απέρριψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων, που του έδωσαν, και συμβουλεύτηκε τους νέους, που συναναστράφηκαν μαζί του, οι οποίοι παραστέκονταν μπροστά του.
9 Και τους είπε: Τι με συμβουλεύετε εσείς να απαντήσουμε σε τούτο τον λαό, που μίλησε σε μένα, λέγοντας: Ελάφρυνε τον ζυγό, που ο πατέρας σου επέβαλε επάνω μας;
10 Και οι νέοι, που συναναστράφηκαν μαζί του, του μίλησαν, λέγοντας: Έτσι θα μιλήσεις σε τούτο τον λαό, που σου μίλησε, λέγοντας: Ο πατέρας σου βάρυνε τον ζυγό μας, αλλά εσύ ελάφρυνέ τον σε μας· έτσι θα τους μιλήσεις: Το μικρό μου δάχτυλο θα είναι παχύτερο από την οσφύ τού πατέρα μου·
11 τώρα, λοιπόν, ο μεν πατέρας μου σας επιφόρτισε με βαρύ ζυγό, εγώ όμως θα κάνω τον ζυγό σας βαρύτερον· ο πατέρας μου σας παίδευσε με μαστίγια, εγώ θα σας παιδεύσω με σκορπιούς.
12 Και ο Ιεροβοάμ και ολόκληρος ο λαός ήρθε στον Ροβοάμ την τρίτη ημέρα, όπως είχε μιλήσει ο βασιλιάς, λέγοντας: Επανέλθετε σε μένα την τρίτη ημέρα.
13 Και ο βασιλιάς απάντησε στον λαό σκληρά, και εγκατέλειψε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων, που του είχαν δώσει·
14 και τους μίλησε σύμφωνα με τη συμβουλή των νέων, λέγοντας: Ο πατέρας μου βάρυνε τον ζυγό σας, αλλ' εγώ θα κάνω τον ζυγό σας βαρύτερον· ο πατέρας μου σας παίδευσε με μαστίγια, αλλ' εγώ θα σας παιδεύσω με σκορπιούς.
15 Και ο βασιλιάς δεν εισάκουσε τον λαό· επειδή, το πράγμα έγινε από τον Κύριο, για να εκτελέσει τον λόγο του, που ο Κύριος είχε μιλήσει στον Ιεροβοάμ, τον γιο τού Ναβάτ, διαμέσου τού Αχιά τού Σηλωνίτη.
16 Και βλέποντας ολόκληρος ο λαός ότι ο βασιλιάς δεν τους εισάκουσε, ο λαός απάντησε στον βασιλιά, λέγοντας: Ποιο μέρος έχουμε εμείς με τον Δαβίδ; Καμιά κληρονομιά δεν έχουμε με τον γιο τού Ιεσσαί· στις σκηνές σου, Ισραήλ· τώρα, Δαβίδ, πρόβλεψε για τον οίκο σου. Και ο Ισραήλ αναχώρησε στις σκηνές του.
17 Και για τους γιους Ισραήλ, εκείνους που κατοικούσαν στις πόλεις του Ιούδα, ο Ροβοάμ βασίλευσε επάνω τους.
18 Και ο βασιλιάς Ροβοάμ έστειλε τον Αδωράμ, που ήταν για τους φόρους· και ολόκληρος ο Ισραήλ τον λιθοβόλησε με πέτρες, και πέθανε. Γι' αυτό, ο βασιλιάς Ροβοάμ βιάστηκε να ανέβει στην άμαξα, για να φύγει στην Ιερουσαλήμ.
19 Έτσι αποστάτησε ο Ισραήλ από την οικογένεια του Δαβίδ μέχρι τη σημερινή ημέρα.
20 Και καθώς ολόκληρος ο οίκος του Ισραήλ άκουσε ότι ο Ιεροβοάμ επέστρεψε, έστειλαν και τον κάλεσαν στη συναγωγή, και τον έκαναν βασιλιά επάνω σε ολόκληρο τον Ισραήλ· τον οίκο τού Δαβίδ δεν ακολούθησε, παρά η φυλή τού Ιούδα, μόνη.
21 Και καθώς ο Ροβοάμ ήρθε στην Ιερουσαλήμ, συγκέντρωσε ολόκληρο τον οίκο τού Ιούδα, και τη φυλή τού Βενιαμίν, 180.000 εκλεκτούς πολεμιστές, για να πολεμήσουν ενάντια στον οίκο τού Ισραήλ, για να ξαναφέρουν τη βασιλεία στον Ροβοάμ, τον γιο τού Σολομώντα.
22 Έγινε, όμως, λόγος τού Θεού στον Σεμαϊα, έναν άνθρωπο του Θεού, λέγοντας:
23 Μίλησε στον Ροβοάμ, τον γιο τού Σολομώντα, τον βασιλιά τού Ιούδα, και σε ολόκληρο τον οίκο τού Ιούδα και του Βενιαμίν, και στο υπόλοιπο του λαού, λέγοντας:
24 Έτσι λέει ο Κύριος: Δεν θα ανεβείτε ούτε θα πολεμήσετε ενάντια στους αδελφούς σας, τους γιους Ισραήλ· επιστρέψτε κάθε ένας στο σπίτι του· επειδή, από μένα έγινε τούτο το πράγμα. Και υπάκουσαν στον λόγο τού Κυρίου, και επέστρεψαν να πάνε, σύμφωνα με τον λόγο τού Κυρίου.
25 ΤΟΤΕ, ο Ιεροβοάμ έκτισε τη Συχέμ επάνω στο βουνό Εφραϊμ, και κατοίκησε σ' αυτή· έπειτα, βγήκε από εκεί, και έκτισε τη Φανουήλ.
26 Και ο Ιεροβοάμ είπε στην καρδιά του: Τώρα, η βασιλεία θα επιστρέψει στον οίκο τού Δαβίδ·
27 αν αυτός ο λαός ανέβει για να προσφέρει θυσίες στον οίκο τού Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, τότε η καρδιά αυτού τού λαού θα επιστρέψει στον κύριό του, τον Ροβοάμ, τον βασιλιά τού Ιούδα, και θα με θανατώσουν, και θα επιστρέψουν στον Ροβοάμ, τον βασιλιά τού Ιούδα.
28 Ο βασιλιάς πήρε, λοιπόν, απόφαση, και έκανε δύο χρυσά μοσχάρια, και τους είπε: Φτάνει σε σας να ανεβαίνετε στην Ιερουσαλήμ· να, οι θεοί σου, Ισραήλ, που σε ανέβασαν από την Αίγυπτο.
29 Και έβαλε το ένα στη Βαιθήλ, και το άλλο το έβαλε στη Δαν.
30 Και το πράγμα αυτό έγινε αιτία αμαρτίας· επειδή, ο λαός πορευόταν μέχρι τη Δαν, για να προσκυνάει μπροστά στο ένα.
31 Και έκανε οίκους επάνω στους ψηλούς τόπους, και έκανε ιερείς από τους τελευταίους τού λαού, που δεν ήσαν από τους γιους τού Λευί.
32 Και ο Ιεροβοάμ έκανε μια γιορτή στον όγδοο μήνα, τη 15η ημέρα τού μήνα, σαν τη γιορτή τού Ιούδα, και ανέβηκε επάνω στο θυσιαστήριο. Έτσι έκανε στη Βαιθήλ, θυσιάζοντας στα μοσχάρια που είχε κάνει· και εγκατέστησε στη Βαιθήλ τους ιερείς των ψηλών τόπων, που είχε κάνει.
33 Και ανέβηκε επάνω στο θυσιαστήριο, που είχε κάνει στη Βαιθήλ, τη 15η ημέρα τού όγδοου μήνα, τον μήνα που είχε εφεύρει από την καρδιά του· και έκανε γιορτή στους γιους τού Ισραήλ, και ανέβηκε επάνω στο θυσιαστήριο, για να θυμιάσει.