1 Βασιλέων / 1 King
1 ΚΑΙ μετά από τα πράγματα αυτά, ο Ναβουθαί, ο Ιεζραελίτης, είχε έναν αμπελώνα στην Ιεζραέλ, κοντά στο παλάτι τού Αχαάβ, του βασιλιά τής Σαμάρειας.
2 Και ο Αχαάβ μίλησε στον Ναβουθαί, λέγοντας: Δώσε μου τον αμπελώνα σου, για να τον έχω για κήπο λαχάνων, επειδή είναι κοντά στο σπίτι μου· και θα σου δώσω αντί γι' αυτόν έναν καλύτερο αμπελώνα απ' ό,τι αυτός· ή, αν σου είναι αρεστό, θα σου δώσω το αντίτιμό του σε ασήμι.
3 Και ο Ναβουθαί είπε στον Αχαάβ: Μη γένοιτο σε μένα από τον Θεό, να δώσω την κληρονομιά των πατέρων μου σε σένα!
4 Και ο Αχαάβ γύρισε στο σπίτι του σκυθρωπός και δυσαρεστημένος, για τον λόγο τον οποίο του μίλησε ο Ναβουθαί, ο Ιεζραελίτης, λέγοντας: Δεν θα σου δώσω την κληρονομιά των πατέρων μου. Και πλάγιασε επάνω στο κρεβάτι του, και έστρεψε το πρόσωπό του, και δεν έφαγε ψωμί.
5 Και ήρθε σ' αυτόν η Ιεζάβελ, η γυναίκα του, και του είπε: Γιατί είναι το πνεύμα σου περίλυπο, ώστε δεν τρως ψωμί;
6 Κι εκείνος τής είπε: Επειδή, μίλησα στον Ναβουθαί, τον Ιεζραελίτη, και του είπα: Δώσε μου τον αμπελώνα σου με ασήμι· ή, αν αγαπάς, θα σου δώσω έναν άλλον αμπελώνα αντί γι' αυτόν· κι εκείνος απάντησε: Δεν θα σου δώσω τον αμπελώνα μου.
7 Και η Ιεζάβελ, η γυναίκα του, του είπε: Εσύ βασιλεύεις τώρα επάνω στον Ισραήλ; Σήκω, φάε ψωμί, και ας είναι η καρδιά σου εύθυμη· εγώ θα σου δώσω τον αμπελώνα τού Ναβουθαί, του Ιεζραελίτη.
8 Τότε, έγραψε επιστολές στο όνομα του Αχαάβ, και τις σφράγισε με τη σφραγίδα του, και έστειλε τις επιστολές στους πρεσβύτερους, και στους άρχοντες, εκείνους που ήσαν στην πόλη του, αυτούς που κατοικούσαν μαζί με τον Ναβουθαί.
9 Και στις επιστολές έγραφε, λέγοντας: Κηρύξτε νηστεία, και βάλτε τον Ναβουθαί να καθήσει επικεφαλής τού λαού·
10 και βάλτε να κάθονται επέναντί του δύο κακοί άνδρες, κι ας δώσουν μαρτυρία εναντίον του, λέγοντας: Εσύ βλασφήμησες τον Θεό και τον βασιλιά· και βγάλτε τον έξω, και πετροβολήστε τον, κι ας πεθάνει.
11 Και οι άνδρες τής πόλης του, οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες, που κατοικούσαν στην πόλη του, έκαναν όπως τους είχε διαμηνύσει η Ιεζάβελ, σύμφωνα με το γραμμένο στις επιστολές, που τους είχε στείλει.
12 Κήρυξαν νηστεία, και έβαλαν τον Ναβουθαί να καθήσει επικεφαλής τού λαού·
13 και μπήκαν δύο άνδρες κακοί, και κάθησαν απέναντί του· και οι κακοί άνδρες έδωσαν μαρτυρία εναντίον του, εναντίον του Ναβουθαί, μπροστά στον λαό, λέγοντας: Ο Ναβουθαί βλασφήμησε τον Θεό και τον βασιλιά. Τότε, τον έβγαλαν έξω από την πόλη, και τον λιθοβόλησαν με πέτρες, και πέθανε.
14 Και έστειλαν στην Ιεζάβελ, λέγοντας: Ο Ναβουθαί λιθοβολήθηκε, και πέθανε.
15 Και καθώς η Ιεζάβελ άκουσε ότι ο Ναβουθαί λιθοβολήθηκε και πέθανε, η Ιεζάβελ είπε στον Αχαάβ: Σήκω, κληρονόμησε τον αμπελώνα τού Ναβουθαί, του Ιεζραελίτη, που δεν ήθελε να σου τον δώσει με ασήμι· επειδή, ο Ναβουθαί δεν ζει, αλλά πέθανε.
16 Και καθώς ο Αχαάβ άκουσε ότι ο Ναβουθαί πέθανε, ο Αχαάβ σηκώθηκε να κατέβει στον αμπελώνα τού Ναβουθαί τού Ιεζραελίτη, για να τον κληρονομήσει.
17 Και ο λόγος τού Κυρίου ήρθε στον Ηλία τον Θεσβίτη, λέγοντας:
18 Σήκω, κατέβα σε συνάντηση του Αχαάβ, του βασιλιά τού Ισραήλ, που κατοικεί στη Σαμάρεια· δες, είναι στον αμπελώνα τού Ναβουθαί, όπου κατέβηκε για να τον κληρονομήσει·
19 και θα μιλήσεις σ' αυτόν, λέγοντας: Έτσι λέει ο Κύριος: Φόνευσες, κι ακόμα κληρονόμησες; Θα μιλήσεις ακόμα σ' αυτόν, λέγοντας: Έτσι λέει ο Κύριος: Στον τόπο, όπου τα σκυλιά έγλειψαν το αίμα τού Ναβουθαί, θα γλείψουν τα σκυλιά το αίμα σου, ναι, το δικό σου.
20 Και ο Αχαάβ είπε στον Ηλία: Με βρήκες, εχθρέ μου; Κι απάντησε: Σε βρήκα· επειδή, πούλησες τον εαυτό σου στο να κάνεις το πονηρό μπροστά στον Κύριο.
21 Δες, λέει ο Κύριος: Εγώ θα φέρω κακό επάνω σου, και θα σαρώσω πίσω σου, και θα εξολοθρεύσω από τον Αχαάβ εκείνον που ουρεί προς τον τοίχο, και τον δούλο και τον ελεύθερο ανάμεσα στον Ισραήλ·
22 και θα κάνω την οικογένειά σου όπως την οικογένεια του Ιεροβοάμ, του γιου τού Ναβάτ, και καθώς την οικογένεια του Βαασά, του γιου τού Αχιά, εξαιτίας τού παροργισμού με τον οποίο με παρόργισες, και έκανες τον Ισραήλ να αμαρτήσει.
23 Και για την Ιεζάβελ, ακόμα, μίλησε ο Κύριος, λέγοντας: Τα σκυλιά θα καταφάνε την Ιεζάβελ κοντά στο περιτείχισμα της Ιεζραέλ·
24 όποιος από τον Αχαάβ πεθάνει στην πόλη, τα σκυλιά θα τον καταφάνε· και όποιος πεθάνει στο χωράφι, τα πουλιά τού ουρανού θα τον καταφάνε.
25 (Πραγματικά, κανένας δεν στάθηκε όμοιος με τον Αχαάβ, που πούλησε τον εαυτό του στο να πράττει πονηρά μπροστά στον Κύριο, όπως τον κινούσε η γυναίκα του η Ιεζάβελ.
26 Και έπραξε με βδελυρό τρόπο σε υπερβολικό βαθμό, ακολουθώντας τα είδωλα, σύμφωνα με όλα όσα έπρατταν οι Αμορραίοι, που ο Κύριος είχε εκδιώξει μπροστά από τους γιους Ισραήλ).
27 Και καθώς ο Αχαάβ άκουσε τα λόγια αυτά, έσχισε τα ιμάτιά του, και έβαλε σάκο επάνω στη σάρκα του, και νήστευσε, και ήταν πλαγιασμένος, περιτυλιγμένος με σάκο, και περπατούσε σκυμμένος.
28 Και ήρθε ο λόγος τού Κυρίου στον Ηλία τον Θεσβίτη, λέγοντας:
29 Είδες πώς ταπεινώθηκε μπροστά μου ο Αχαάβ; Επειδή ταπεινώθηκε μπροστά μου, δεν θα φέρω κακό στις ημέρες του· στις ημέρες τού γιου του θα φέρω το κακό επάνω στην οικογένειά του.