2 Βασιλέων / 2 Kings
1 ΚΑΙ ο βασιλιάς έστειλε, και συγκέντρωσε κοντά του όλους τούς πρεσβύτερους του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ.
2 Και ο βασιλιάς ανέβηκε στον οίκο τού Κυρίου, και όλοι οι άνδρες τού Ιούδα, και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ μαζί του, και οι ιερείς, και οι προφήτες, και ολόκληρος ο λαός, από μικρόν μέχρι μεγάλον· και σε επήκοόν τους διάβασε όλα τα λόγια τού βιβλίου τής διαθήκης, που βρέθηκε στον οίκο τού Κυρίου.
3 Και καθώς ο βασιλιάς στάθηκε κοντά στον στύλο, έκανε συνθήκη μπροστά στον Κύριο, να περπατάει ακολουθώντας τον Κύριο, και να τηρεί τις εντολές του, και τα μαρτύριά του, και τα διατάγματά του, με όλη την καρδιά και με όλη την ψυχή, ώστε να εκτελεί τα λόγια αυτής της διαθήκης, που είναι γραμμένα μέσα σ' αυτό το βιβλίο. Και ολόκληρος ο λαός στάθηκε στη συνθήκη.
4 Και ο βασιλιάς πρόσταξε τον Χελκία, τον μεγάλο ιερέα, και τους ιερείς τής δεύτερης τάξης, και τους φύλακες της πύλης, να βγάλουν από τον ναό τού Κυρίου όλα τα σκεύη, που είχαν κατασκευαστεί για τον Βάαλ, και για το άλσος, και για ολόκληρη τη στρατιά τού ουρανού· και τα έκαψε έξω από την Ιερουσαλήμ, μέσα στα χωράφια τού χειμάρρου των Κέδρων, και τη στάχτη τους τη μετακόμισαν στη Βαιθήλ.
5 Και κατάργησε τους ειδωλολάτρες ιερείς, που οι βασιλιάδες τού Ιούδα είχαν διορίσει να θυμιάζουν στους ψηλούς τόπους, στις πόλεις τού Ιούδα, και στα γύρω τής Ιερουσαλήμ· και εκείνους που θυμίαζαν στον Βάαλ, στον ήλιο, και στο φεγγάρι, και στα ζώδια, και σε ολόκληρη τη στρατιά τού ουρανού.
6 Και έβγαλε έξω από τον οίκο τού Κυρίου το άλσος, έξω από την Ιερουσαλήμ, στον χείμαρρο των Κέδρων, και το κατέκαψε στον χείμαρρο των Κέδρων, και το κονιορτοποίησε, και τη σκόνη του την έρριξε επάνω στα μνήματα των γιων τού πλήθους.
7 Και καταγκρέμισε τα σπίτια των σοδομιτών, που ήσαν μέσα στον οίκο τού Κυρίου, όπου οι γυναίκες ύφαιναν παραπετάσματα για το άλσος.
8 Και έφερε όλους τούς ιερείς από τις πόλεις τού Ιούδα, και βεβήλωσε τους ψηλούς τόπους, στους οποίους θυμίαζαν οι ιερείς, από τη Γεβά μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, και καταγκρέμισε τους ψηλούς τόπους των πυλών, που ήσαν στην είσοδο της πύλης τού Ιησού, του άρχοντα της πόλης, αυτή που ήταν από τα αριστερά τής πύλης τής πόλης.
9 Όμως, οι ιερείς των ψηλών τόπων δεν ανέβηκαν στο θυσιαστήριο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, αλλά έτρωγαν άζυμα ανάμεσα στους αδελφούς τους.
10 Και βεβήλωσε τον Τοφέθ, που ήταν στη φάραγγα των γιων τού Εννόμ, ώστε να μη μπορεί κανένας να διαπεράσει τον γιο του, ή τη θυγατέρα του, μέσα από τη φωτιά στον Μολόχ.
11 Και αφαίρεσε τα άλογα, που οι βασιλιάδες τού Ιούδα είχαν στήσει στον ήλιο, προς την είσοδο του οίκου τού Κυρίου, κοντά στο οίκημα του ευνούχου Νάθαν-μελέχ, που ήταν στη Φαρουρείμ, και κατέκαψε με φωτιά τις άμαξες του ήλιου.
12 Και τα θυσιαστήρια, που ήσαν επάνω στην ταράτσα τού υπερώου τού Άχαζ, που είχαν κάνει οι βασιλιάδες τού Ιούδα, και τα θυσιαστήρια που είχε κάνει ο Μανασσής μέσα στις δύο αυλές τού οίκου τού Κυρίου, ο βασιλιάς τα κατέστρεψε και τα καταγκρέμισε από εκεί, και έρριξε τη σκόνη τους στον χείμαρρο των Κέδρων.
13 Και τους ψηλούς τόπους, που ήσαν προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ, προς τα δεξιά τού βουνού τής διαφθοράς, τους οποίους ο Σολομώντας, ο βασιλιάς τού Ισραήλ, είχε οικοδομήσει για την Αστάρτη, το βδέλυγμα των Σιδωνίων, και για τον Χεμώς, το βδέλυγμα των Μωαβιτών, και για τον Μελχώμ, το βδέλυγμα των γιων Αμμών, ο βασιλιάς τούς βεβήλωσε.
14 Και σύντριψε τα αγάλματα, και κατέκοψε τα άλση, και γέμισε τους τόπους τους από κόκαλα ανθρώπων.
15 Και το θυσιαστήριο, που ήταν στη Βαιθήλ, και τον ψηλό τόπο που είχε κάνει ο Ιεροβοάμ, ο γιος τού Ναβάτ, ο οποίος έκανε τον Ισραήλ να αμαρτήσει, και εκείνο το θυσιαστήριο και τον ψηλό τόπο, τα χάλασε εντελώς, και κατέκαψε τον ψηλό τόπο, και τον κονιορτοποίησε, και κατέκαψε το άλσος.
16 Και όταν ο Ιωσίας στράφηκε, και είδε τους τάφους, που ήσαν εκεί στο βουνό, έστειλε και πήρε τα κόκαλα από τους τάφους, και τα κατέκαψε επάνω στο θυσιαστήριο, και το βεβήλωσε, σύμφωνα με τον λόγο τού Κυρίου, που ο άνθρωπος του Θεού είχε κηρύξει, αυτός που είχε μιλήσει αυτά τα λόγια.
17 Τότε, είπε: Τι μνημείο είναι εκείνο που βλέπω; Και οι άνδρες τής πόλης τού είπαν: Είναι ο τάφος τού ανθρώπου τού Θεού, που είχε έρθει από τον Ιούδα, και κήρυξε αυτά τα πράγματα, που εσύ έκανες ενάντια στο θυσιαστήριο της Βαιθήλ.
18 Και είπε: Αφήστε τον· κανένας ας μη κουνήσει τα κόκαλά του. Και διέσωσαν τα κόκαλά του, μαζί με τα κόκαλα του προφήτη, που είχε έρθει από τη Σαμάρεια.
19 Κι ακόμα, όλους τους οίκους των ψηλών τόπων, που ήσαν στις πόλεις τής Σαμάρειας, που είχαν κάνει οι βασιλιάδες τού Ισραήλ για να εξοργίσουν τον Κύριο, ο Ιωσίας τους αφαίρεσε, και έκανε σ' αυτούς σύμφωνα με όλα τα έργα που είχε κάνει στη Βαιθήλ.
20 Και θυσίασε επάνω στα θυσιαστήρια όλους τούς ιερείς των ψηλών τόπων που ήσαν εκεί, και επάνω τους κατέκαψε τα κόκαλα των ανθρώπων, και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.
21 Τότε, ο βασιλιάς πρόσταξε σε ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: Κάντε το Πάσχα στον Κύριο τον Θεό σας, σύμφωνα με το γραμμένο σ' αυτό το βιβλίο τής διαθήκης.
22 Βέβαια, δεν είχε γίνει τέτοιο Πάσχα από τις ημέρες των κριτών, που έκριναν τον Ισραήλ ούτε σε όλες τις ημέρες των βασιλιάδων τού Ισραήλ, και των βασιλιάδων τού Ιούδα,
23 τέτοιο που έγινε στον Κύριο στην Ιερουσαλήμ αυτό το Πάσχα, κατά τον 18ο χρόνο τού βασιλιά Ιωσία.
24 Ο Ιωσίας αφαίρεσε ακόμα και τους ανταποκριτές των δαιμονίων, και τους μάντεις, και τα ξόανα, και τα είδωλα, και όλα τα βδελύγματα που φαίνονταν στη γη τού Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, για να εκτελέσει τα λόγια τού νόμου που ήσαν γραμμένα στο βιβλίο, το οποίο ο Χελκίας, ο ιερέας, είχε βρει μέσα στον οίκο τού Κυρίου.
25 Και, πριν απ' αυτόν, βασιλιάς όμοιός του δεν υπήρξε, που επέστρεψε στον Κύριο με όλη του την καρδιά, και με όλη του την ψυχή, και με όλη του τη δύναμη, σύμφωνα με ολόκληρο τον νόμο τού Μωυσή· ούτε ύστερα απ' αυτόν σηκώθηκε όμοιός του.
26 Εντούτοις, ο Κύριος δεν στράφηκε από τον θυμό τής μεγάλης του οργής, με τον οποίο εξάφθηκε η οργή του ενάντια στον Ιούδα, εξαιτίας όλων των παροργισμών, με τους οποίους ο Μανασσής τον είχε εξοργίσει.
27 Και ο Κύριος είπε: Και τον Ιούδα θα βγάλω από μπροστά μου, όπως έβγαλα τον Ισραήλ, και θα απορρίψω αυτή την πόλη, την Ιερουσαλήμ, που είχα διαλέξει, και τον οίκο, για τον οποίο είχα πει: Εκεί θα είναι το όνομά μου.
28 Και οι υπόλοιπες πράξεις τού Ιωσία, και όλα όσα έκανε, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων τού Ιούδα;
29 Και στις ημέρες του ανέβηκε ο Φαραώ-νεχαώ, ο βασιλιάς τής Αιγύπτου, ενάντια στον βασιλιά τής Ασσυρίας στον ποταμό Ευφράτη. Και ο βασιλιάς Ιωσίας πήγε σε συνάντησή του· κι εκείνος, καθώς τον είδε, τον θανάτωσε στη Μεγιδδώ.
30 Και οι δούλοι του έβαλαν τον νεκρό επάνω σε άμαξα από τη Μεγιδδώ, και τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ, και τον έθαψαν στον τάφο του. Και ο λαός τής γης πήρε τον Ιωάχαζ, τον γιο τού Ιωσία, και τον έχρισαν, και τον έκαναν βασιλιά αντί του πατέρα του.
31 Ο ΙΩΑΧΑΖ ήταν ηλικίας 23 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε τρεις μήνες στην Ιερουσαλήμ. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Αμουτάλ, θυγατέρα τού Ιερεμία από τη Λιβνά.
32 Και έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο, σύμφωνα με όλα όσα έπραξαν οι πατέρες του.
33 Και ο Φαραώ-νεχαώ τον φυλάκισε στη Ριβλά, στη γη τής Αιμάθ, για να μη βασιλεύει στην Ιερουσαλήμ· και καταδίκασε τη γη σε πρόστιμο 100 ταλάντων από ασήμι, και ενός ταλάντου από χρυσάφι.
34 Και ο Φαραώ-νεχαώ έκανε βασιλιά τον Ελιακείμ, τον γιο τού Ιωσία, αντί του Ιωσία τού πατέρα του, και άλλαξε το όνομά του σε Ιωακείμ· και πήρε τον Ιωάχαζ και τον έφερε στην Αίγυπτο, και πέθανε εκεί.
35 Και ο Ιωακείμ έδωσε στον Φαραώ το ασήμι και το χρυσάφι· και φορολόγησε τη γη, για να δώσει το ασήμι, σύμφωνα με την προσταγή τού Φαραώ· ο λαός τής γης συνεισέφερε το ασήμι και το χρυσάφι, κάθε ένας σύμφωνα με την εκτίμησή του, για να δώσει στον Φαραώ-νεχαώ.
36 Ο Ιωακείμ ήταν ηλικίας 25 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε 11 χρόνια στην Ιερουσαλήμ. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Ζεβουδά, θυγατέρα τού Φεδαϊα από τη Ρουμά.
37 Και έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο, σύμφωνα με όλα όσα είχαν πράξει οι πατέρες του.