2 Βασιλέων / 2 Kings
1 ΚΑΙ ο Ελισσαιέ μίλησε στη γυναίκα, που της είχε αναζωοποιήσει τον γιο, λέγοντας: Σήκω, και πήγαινε, εσύ και η οικογένειά σου, και παροίκησε όπου αν μπορέσεις να παροικήσεις· επειδή, ο Κύριος κάλεσε πείνα, και μάλιστα θάρθει επάνω στη γη επτά χρόνια.
2 Και αφού η γυναίκα σηκώθηκε, έκανε σύμφωνα με τον λόγο τού ανθρώπου τού Θεού· και πήγε αυτή, και η οικογένειά της, και παροίκησε στη γη των Φιλισταίων επτά χρόνια.
3 Και μετά το τέλος των επτά χρόνων, γύρισε η γυναίκα από τη γη των Φιλισταίων· και βγήκε να βοήσει στον βασιλιά για το σπίτι της, και για τα χωράφια της.
4 Και ο βασιλιάς μίλησε στον Γιεζεί, τον υπηρέτη τού ανθρώπου τού Θεού, λέγοντας: Διηγήσου σε μένα, παρακαλώ, όλα τα μεγαλεία που έκανε ο Ελισσαιέ.
5 Κι ενώ διηγείτο στον βασιλιά πώς αναζωοποίησε τον νεκρό, να, η γυναίκα, που της είχε αναζωοποιήσει τον γιο, βόησε στον βασιλιά για το σπίτι της, και για τα χωράφια της. Και ο Γιεζεί είπε: Κύριέ μου βασιλιά, αυτή είναι η γυναίκα, κι αυτός είναι ο γιος της, που τον αναζωοποίησε ο Ελισσαιέ.
6 Και ο βασιλιάς ρώτησε τη γυναίκα, κι αυτή του διηγήθηκε το πράγμα. Τότε, ο βασιλιάς έδωσε σ' αυτή έναν ευνούχο, λέγοντας: Επίστρεψε όλα τα πράγματά της, και όλα τα προϊόντα των χωραφιών της, από την ημέρα που άφησε τη γη μέχρι σήμερα.
7 Και ο Ελισσαιέ ήρθε στη Δαμασκό. Και ο Βεν-αδάδ ο βασιλιάς τής Συρίας ήταν άρρωστος· και του ανήγγειλαν, λέγοντας: Ο άνθρωπος του Θεού ήρθε μέχρις εδώ.
8 Και ο βασιλιάς είπε στον Αζαήλ: Πάρε στο χέρι σου ένα δώρο, και πήγαινε σε συνάντηση του ανθρώπου τού Θεού, και διαμέσου αυτού ρώτησε τον Κύριο, λέγοντας: Θα αναρρώσω απ' αυτή την αρρώστια;
9 Και ο Αζαήλ πήγε σε συνάντησή του, παίρνοντας ένα δώρο στο χέρι του, και από κάθε αγαθό τής Δαμασκού, ένα φορτίο από 40 καμήλες· και καθώς ήρθε, στάθηκε μπροστά του, και είπε: Ο γιος σου ο Βεν-αδάδ, ο βασιλιάς τής Συρίας, με έστειλε σε σένα, λέγοντας: Θα αναρρώσω απ' αυτή την αρρώστια;
10 Και ο Ελισσαιέ είπε σ' αυτόν: Πήγαινε, πες του: Ναι, θα αναρρώσεις· όμως, ο Κύριος μου έδειξε ότι θα πεθάνει οπωσδήποτε.
11 Και έστησε ακίνητο το πρόσωπό του, μέχρις ότου κοκκίνισε· και ο άνθρωπος του Θεού έκλαψε.
12 Και ο Αζαήλ είπε: Γιατί κλαις, κύριέ μου; Κι εκείνος απάντησε: Επειδή, γνωρίζω όσα κακά θα κάνεις στους γιους Ισραήλ· θα παραδώσεις σε φωτιά τα οχυρώματά τους, και θα φονεύσεις με ρομφαία τούς νέους τους, και θα συντρίψεις τα νήπιά τους, και θα ξεκοιλιάσεις τις έγκυες γυναίκες.
13 Και ο Αζαήλ είπε: Αλλά, τι είναι ο δούλος σου, το σκυλί, ώστε να κάνει αυτό το μεγάλο πράγμα; Και ο Ελισσαιέ είπε: Ο Κύριος μου έδειξε, ότι εσύ θα βασιλεύσεις επάνω στη Συρία.
14 Τότε, αναχώρησε από τον Ελισσαιέ, και ήρθε στον κύριό του· και εκείνος του είπε: Τι σου είπε ο Ελισσαιέ; Και απάντησε: Μου είπε: Ναι, θα αναρρώσεις.
15 Και την επόμενη ημέρα πήρε το σκέπασμα, και αφού το βούτηξε σε νερό, το άπλωσε επάνω στο πρόσωπό του· και πέθανε· και αντ' αυτού βασίλευσε ο Αζαήλ.
16 ΚΑΙ στον πέμπτο χρόνο τού Ιωράμ, γιου τού Αχαάβ, βασιλιά τού Ισραήλ, ενώ ο Ιωσαφάτ βασίλευε επάνω στον Ιούδα, βασίλευσε ο Ιωράμ, ο γιος τού Ιωσαφάτ, του βασιλιά τού Ιούδα.
17 Ήταν ηλικίας 32 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε οκτώ χρόνια στην Ιερουσαλήμ.
18 Και περπάτησε στον δρόμο των βασιλιάδων τού Ισραήλ, όπως έπραξε η οικογένεια του Αχαάβ· επειδή, γυναίκα του ήταν η θυγατέρα τού Αχαάβ· και έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο.
19 Ο Κύριος, όμως, δεν θέλησε να εξολοθρεύσει τον Ιούδα, εξαιτίας του Δαβίδ τού δούλου του, όπως του είχε πει, ότι θα του δώσει λυχνάρι, και στους γιους του, στον αιώνα.
20 Στις ημέρες του, ο Εδώμ αποστάτησε από την υποταγή τού Ιούδα, και κατέστησαν επάνω τους βασιλιά.
21 Γι' αυτό, ο Ιωράμ διάβηκε στη Σαείρ, και όλες οι άμαξες μαζί του· και αφού σηκώθηκε μέσα στη νύχτα, χτύπησε τους Ιδουμαίους, που ήσαν ολόγυρά του, και τους αμαξάρχες· και ο λαός έφυγαν στις σκηνές τους.
22 Εντούτοις, ο Εδώμ αποστάτησε από την υποταγή τού Ιούδα, μέχρι αυτή την ημέρα. Τότε, αυτή την ίδια εποχή αποστάτησε και η Λιβνά.
23 Και οι υπόλοιπες πράξεις τού Ιωράμ, και όλα όσα έπραξε, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο των χρονικών των βασιλιάδων τού Ιούδα;
24 Και ο Ιωράμ κοιμήθηκε μαζί με τους πατέρες του, και θάφτηκε μαζί με τους πατέρες του στην πόλη τού Δαβίδ· και αντ' αυτού βασίλευσε ο Οχοζίας, ο γιος του.
25 ΚΑΙ στον 12ο χρόνο τού Ιωράμ, γιου τού Αχαάβ, βασιλιά τού Ισραήλ, βασίλευσε ο Οχοζίας, ο γιος τού Ιωράμ, του βασιλιά τού Ιούδα.
26 Ο Οχοζίας ήταν ηλικίας 22 χρόνων, όταν βασίλευσε· και βασίλευσε έναν χρόνο στην Ιερουσαλήμ. Και το όνομα της μητέρας του ήταν Γοθολία, θυγατέρα τού Αμρί, βασιλιά τού Ισραήλ.
27 Και περπάτησε στον δρόμο τής οικογένειας του Αχαάβ, και έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο, όπως η οικογένεια του Αχαάβ· επειδή, ήταν γαμπρός τής οικογένειας του Αχαάβ.
28 Και πήγε μαζί με τον Ιωράμ, τον γιο τού Αχαάβ, σε πόλεμο ενάντια στον Αζαήλ, τον βασιλιά τής Συρίας, στη Ραμώθ-γαλαάδ· και οι Σύριοι τραυμάτισαν τον Ιωράμ.
29 Και ο βασιλιάς Ιωράμ γύρισε στην Ιεζραέλ, για να γιατρευτεί από τα τραύματά του, που οι Σύριοι του προξένησαν στη Ραμά, όταν πολεμούσε ενάντια στον Αζαήλ, τον βασιλιά τής Συρίας. Και ο Οχοζίας, ο γιος τού Ιωράμ, ο βασιλιάς τού Ιούδα, κατέβηκε για να δει τον Ιωράμ στην Ιεζραέλ, τον γιο τού Αχαάβ, επειδή ήταν άρρωστος.