1 Χρονικών / 1 Chronicles
1 ΚΑΙ ο Δαβίδ έκανε συμβούλιο με τους χιλίαρχους και τους εκατόνταρχους, και όλους τους αρχηγούς.
2 Και ο Δαβίδ είπε σε ολόκληρη τη σύναξη του Ισραήλ: Αν σας φαίνεται καλό, και είναι από τον Κύριο τον Θεό μας, ας στείλουμε παντού στους αδελφούς μας, που έχουν απομείνει σε ολόκληρη τη γη τού Ισραήλ, και μαζί τους προς τους ιερείς και τους Λευίτες στις πόλεις τους και τα περίχωρα, για να συναχθούν σε μας·
3 και ας μεταφέρουμε σε μας την κιβωτό τού Θεού μας· επειδή, δεν τη ζητήσαμε στις ημέρες τού Σαούλ.
4 Και ολόκληρη η σύναξη είπαν να κάνουν έτσι· επειδή, το πράγμα ήταν αρεστό στα μάτια ολόκληρου του λαού.
5 Τότε, ο Δαβίδ συγκέντρωσε ολόκληρο τον Ισραήλ, από τη Σιχώρ τής Αιγύπτου μέχρι την είσοδο της Αιμάθ, για να φέρουν την κιβωτό τού Θεού από την Κιριάθ-ιαρείμ.
6 Και ανέβηκε ο Δαβίδ, και ολόκληρος ο Ισραήλ, στη Βααλά, στην Κιριάθ-ιαρείμ τού Ιούδα, για να ανεβάσει από εκεί την κιβωτό τού Κυρίου τού Θεού, που κάθεται επάνω σε χερουβείμ, όπου ονομάστηκε το όνομά του.
7 Και ανέβασαν την κιβωτό τού Θεού επάνω σε νέα άμαξα από την οικογένεια του Αβιναδάβ· και οδήγησαν την άμαξα ο Ουζά και ο Αχιώ.
8 Και ο Δαβίδ και ολόκληρος ο Ισραήλ έπαιζαν μπροστά στον Θεό, με όλη τη δύναμη, και με τραγούδια, και με κιθάρες, και με ψαλτήρια, και με τύμπανα, και με κύμβαλα, και με σάλπιγγες.
9 Και όταν έφτασαν μέχρι το αλώνι τού Χειδών, ο Ουζά άπλωσε το χέρι του, για να κρατήσει την κιβωτό· επειδή, τα βόδια την είχαν κουνήσει.
10 Και εξάφθηκε ο θυμός τού Κυρίου ενάντια στον Ουζά, και τον πάταξε, επειδή άπλωσε το χέρι του επάνω στην κιβωτό· και πέθανε εκεί μπροστά στον Θεό.
11 Και ο Δαβίδ λυπήθηκε, που ο Κύριος έκανε χαλασμό επάνω στον Ουζά· και αποκάλεσε αυτό τον τόπο Φαρές-ουζά μέχρι αυτή την ημέρα.
12 Και ο Δαβίδ φοβήθηκε τον Θεό εκείνη την ημέρα, λέγοντας: Πώς θα φέρω κοντά μου την κιβωτό του Θεού!
13 Και ο Δαβίδ δεν μετακίνησε την κιβωτό προς τον εαυτό του στην πόλη τού Δαβίδ, αλλά την έστρεψε προς το σπίτι τού Ωβήδ-εδώμ τού Γετθαίου.
14 Και η κιβωτός τού Θεού κάθησε με την οικογένεια του Ωβήδ-εδώμ στο σπίτι του τρεις μήνες. Και ο Κύριος ευλόγησε την οικογένεια του Ωβήδ-εδώμ, και όλα όσα είχε.