1 Χρονικών / 1 Chronicles
1 ΚΑΙ ο Δαβίδ έκανε για τον εαυτό του παλάτια στην πόλη τού Δαβίδ, και ετοίμασε έναν τόπο για την κιβωτό τού Θεού, και έστησε γι' αυτή μια σκηνή.
2 Τότε, ο Δαβίδ είπε: Την κιβωτό τού Θεού δεν πρέπει να τη σηκώσουν παρά μόνον οι Λευίτες· επειδή, αυτούς έχει εκλέξει ο Κύριος για να σηκώνουν την κιβωτό τού Θεού, και να υπηρετούν σ' αυτή, πάντοτε.
3 Και ο Δαβίδ συγκέντρωσε ολόκληρο τον Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, για να ανεβάσουν την κιβωτό τού Κυρίου στον τόπο της, που είχε ετοιμάσει γι' αυτή.
4 Και ο Δαβίδ συγκέντρωσε τους γιους τού Ααρών, και τους Λευίτες·
5 από τους γιους τού Καάθ, τον Ουριήλ, τον αρχηγό, και τους αδελφούς του, 120·
6 από τους γιους τού Μεραρί, τον Ασαϊα, τον αρχηγό, και τους αδελφούς του, 220·
7 από τους γιους τού Γηρσώμ, τον Ιωήλ, τον αρχηγό, και τους αδελφούς του, 130·
8 από τους γιους τού Ελισαφάν, τον Σεμαϊα, τον αρχηγό, και τους αδελφούς του, 200·
9 από τους γιους τού Χεβρών, τον Ελιήλ, τον αρχηγό, και τους αδελφούς του, 80·
10 από τους γιους τού Οζιήλ, τον Αμμιναδάβ, τον αρχηγό, και τους αδελφούς του, 112.
11 Και ο Δαβίδ κάλεσε τον Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους ιερείς, και τους Λευίτες, τον Ουριήλ, τον Ασαϊα, και τον Ιωήλ, τον Σεμαϊα, και τον Ελιήλ, και τον Αμμιναδάβ,
12 και τους είπε: Εσείς, οι άρχοντες των πατριών των Λευιτών, αγιαστείτε, εσείς και οι αδελφοί σας, και ανεβάστε την κιβωτό τού Κυρίου τού Θεού τού Ισραήλ στον τόπο που έχω ετοιμάσει γι' αυτή·
13 επειδή, μια που εσείς δεν το κάνατε στην αρχή, ο Κύριος ο Θεός μας έκανε σε μας χαλασμό, επειδή δεν τον ζητήσαμε σύμφωνα με το διαταγμένο.
14 Οι ιερείς, λοιπόν, και οι Λευίτες αγιάστηκαν για να ανεβάσουν την κιβωτό τού Κυρίου τού Θεού τού Ισραήλ.
15 Και οι γιοι των Λευιτών σήκωσαν επάνω στους ώμους την κιβωτό τού Θεού, με τους μοχλούς επάνω τους, όπως είχε προστάξει ο Μωυσής, σύμφωνα με τον λόγο τού Κυρίου.
16 Και ο Δαβίδ είπε στους αρχηγούς των Λευιτών, να βάλουν τους αδελφούς τους τούς ψαλτωδούς με μουσικά όργανα, ψαλτήρια και κιθάρες και κύμβαλα, για να ηχούν υψώνοντας φωνή με ευφροσύνη.
17 Και οι Λευίτες έβαλαν τον Αιμάν, τον γιο τού Ιωήλ· και από τους αδελφούς του, τον Ασάφ, τον γιο τού Βαραχία· και από τους γιους τού Μεραρί, από τους αδελφούς τους, τον Εθάν, τον γιο τού Κεισαία·
18 και μαζί τους, τους δευτερεύοντες αδελφούς τους, τον Ζαχαρία, τον Βεν, και τον Ιααζιήλ, και τον Σεμιραμώθ, και τον Ιεχιήλ, και τον Ουννί, τον Ελιάβ, και τον Βεναϊα, και τον Μαασία, και τον Ματταθία, και τον Ελιφελεού, και τον Μικνεϊα, και τον Ωβήδ-εδώμ, και τον Ιεϊήλ, τους πυλωρούς.
19 Έτσι, οι ψαλτωδοί, ο Αιμάν, ο Ασάφ, και ο Αιθάν, καθορίστηκαν για να ηχούν με χάλκινα κύμβαλα·
20 και ο Ζαχαρίας, και ο Αζιήλ, και ο Σεμιραμώθ, και ο Ιεχιήλ, και ο Ουννί, και ο Ελιάβ, και ο Μαασίας, και ο Βεναϊας, με ψαλτήρια σε ψηλότερη μελωδία·
21 και ο Ματταθίας, και ο Ελιφελεού, και ο Μικνεϊας, και ο Ωβήδ-εδώμ, και ο Ιεϊήλ, και ο Αζαζίας, σε Σεμινίθ, για να ενισχύσουν τον τόνο.
22 Και ο Χενανίας ήταν ο πρώτος τραγουδιστής των Λευιτών, που κατεύθυνε στο τραγούδι, επειδή ήταν συνετός.
23 Και ο Βαραχίας και ο Ελκανά ήσαν πυλωροί τής κιβωτού.
24 Και ο Σεβανίας, και ο Ιωσαφάτ, και ο Ναθαναήλ, και ο Αμασαϊ, και ο Ζαχαρίας, και ο Βεναϊας, και ο Ελιέζερ, οι ιερείς, σάλπιζαν με τις σάλπιγγες μπροστά από την κιβωτό τού Θεού· και ο Ωβήδ-εδώμ και ο Ιεχιά ήσαν πυλωροί τής κιβωτού.
25 Και πήγαν ο Δαβίδ, και οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, και οι χιλίαρχοι, να ανεβάσουν την κιβωτό τής διαθήκης τού Κυρίου από τον οίκο τού Ωβήδ-εδώμ με ευφροσύνη.
26 Και όταν ο Θεός ενδυνάμωνε τους Λευίτες που βάσταζαν την κιβωτό τής διαθήκης τού Κυρίου, θυσίαζαν επτά μοσχάρια και επτά κριάρια.
27 Και ο Δαβίδ ήταν ντυμένος με βύσσινη στολή, και όλοι οι Λευίτες που βάσταζαν την κιβωτό, και οι ψαλτωδοί, και ο Χενανίας, ο πρώτος τραγουδιστής των ψαλτωδών· και ο Δαβίδ φορούσε λινό εφόδ.
28 Έτσι, ολόκληρος ο Ισραήλ ανέβαζε την κιβωτό τής διαθήκης τού Κυρίου, με αλαλαγμό, και με φωνή κεράτινης σάλπιγγας, και με σάλπιγγες, και με κύμβαλα, ηχώντας επάνω σε ψαλτήρια και σε κιθάρες.
29 Και ενώ η κιβωτός τής διαθήκης τού Κυρίου έμπαινε μέσα στην πόλη τού Δαβίδ, η Μιχάλ, η θυγατέρα τού Σαούλ, έσκυψε από το παράθυρο, και βλέποντας τον βασιλιά Δαβίδ να χορεύει και να παίζει, τον εξουθένωσε στην καρδιά της.