2 Χρονικών / 2 Chronicles
1 ΥΣΤΕΡΑ από τα πράγματα αυτά, κι αυτή την αλήθεια, ο Σενναχειρείμ, ο βασιλιάς τής Ασσυρίας, ήρθε και μπήκε μέσα στον Ιούδα, και στρατοπέδευσε ενάντια στις οχυρές πόλεις, και είπε να τις υποτάξει στον εαυτό του.
2 Και ο Εζεκίας, βλέποντας ότι ήρθε ο Σενναχειρείμ, και σκοπός του ήταν να πολεμήσει εναντίον τής Ιερουσαλήμ,
3 έκανε συμβούλιο με τους άρχοντές του, και μαζί με τους δυνατούς του, να φράξει τα νερά των πηγών, που ήσαν έξω από την πόλη· και συνεργάστηκαν μαζί του.
4 Και συγκεντρώθηκε πολύς λαός, και έφραξαν όλες τις πηγές, και τον ποταμό που έρρεε διαμέσου τής γης, λέγοντας: Για ποιον λόγο, όταν έρθουν οι βασιλιάδες τής Ασσυρίας, να βρουν πολύ νερό;
5 Και αφού ενδυναμώθηκε, ανοικοδόμησε ολόκληρο το χαλασμένο τείχος, και το ανύψωσε μέχρι τους πύργους, και επισκεύασε ένα άλλο τείχος έξω, και επισκεύασε τη Μιλλώ, την πόλη τού Δαβίδ, και έκανε πολλά όπλα και επιμήκεις ασπίδες.
6 Και έβαλε πολέμαρχους επικεφαλής τού λαού, και τους συγκέντρωσε κοντά του στην πλατεία τής πύλης τής πόλης, και μίλησε σύμφωνα με την καρδιά τους, λέγοντας:
7 Ρνδυναμώνεστε και γίνεστε ανδρείοι, μη φοβηθείτε, ούτε να τρομάξετε, από το πρόσωπο του βασιλιά τής Ασσυρίας, και από το πρόσωπο όλου τού πλήθους αυτών που είναι μαζί του· επειδή, περισσότεροι είναι μαζί μας παρά μαζί του·
8 μαζί του είναι σάρκινοι βραχίονες· μαζί μας, όμως, είναι ο Κύριος ο Θεός μας, για να μας βοηθάει, και να μάχεται τις μάχες μας. Και ο λαός ενθαρρύνθηκε με τα λόγια τού Εζεκία, του βασιλιά τού Ιούδα.
9 Ύστερα απ' αυτά, ο Σενναχειρείμ, ο βασιλιάς τής Ασσυρίας, (ενώ αυτός, έχοντας μαζί του όλη τη δύναμή του, πολιορκούσε τη Λαχείς), έστειλε τους δούλους του, στην Ιερουσαλήμ, στον Εζεκία, τον βασιλιά τού Ιούδα, που ήταν στην Ιερουσαλήμ, λέγοντας:
10 Έτσι λέει ο Σενναχειρείμ, ο βασιλιάς τής Ασσυρίας: Σε τι έχετε πεποίθηση και κάθεστε, ενώ είστε πολιορκημένοι στην Ιερουσαλήμ;
11 Δεν σας εξαπατάει ο Εζεκίας για να σας παραδώσει σε θάνατο από πείνα και από δίψα, λέγοντας: Ο Κύριος ο Θεός μας θα μας ελευθερώσει από το χέρι τού βασιλιά τής Ασσυρίας;
12 Αυτός ο ίδιος ο Εζεκίας δεν σήκωσε τους ψηλούς τόπους του, και τα θυσιαστήριά του, και είπε στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ, λέγοντας: Μπροστά σε ένα θυσιαστήριο μόνον θα προσκυνάτε, κι επάνω σ' αυτό θα θυμιάζετε;
13 Δεν ξέρετε τι έχω κάνει εγώ, και οι πατέρες μου, σε όλους τούς λαούς τής γης; Μπόρεσαν οι θεοί των εθνών τής γης να λυτρώσουν τούς τόπους τους από το χέρι μου;
14 Ποιος απ' όλους τους θεούς εκείνων των εθνών, που οι πατέρες μου εξολόθρευσαν, μπόρεσε να λυτρώσει τον λαό του από το χέρι μου, ώστε ο Θεός σας να μπορέσει να σας λυτρώσει από το χέρι μου;
15 Τώρα, λοιπόν, ας μη σας πλανάει ο Εζεκίας, και ας μη σας εξαπατάει έτσι, και μη τον πιστεύετε· επειδή, κανένας θεός κανενός έθνους ή βασιλείας δεν μπόρεσε να λυτρώσει τον λαό του από το χέρι μου, και από το χέρι των πατέρων μου· πολύ λιγότερο θα μπορέσει ο Θεός σας να σας λυτρώσει από το χέρι μου.
16 Κι ακόμα περισσότερα μίλησαν οι δούλοι του ενάντια στον Κύριο τον Θεό, και ενάντια στον δούλο του τον Εζεκία.
17 Έγραψε και επιστολές για να ονειδίσει τον Κύριο τον Θεό τού Ισραήλ, και να μιλήσει εναντίον του, λέγοντας: Όπως οι θεοί των εθνών τής γης δεν λύτρωσαν τον λαό τους από το χέρι μου, έτσι και ο Θεός τού Εζεκία δεν θα λυτρώσει τον λαό του από το χέρι μου.
18 Τότε, βόησαν με μεγάλη φωνή, Ιουδαϊστί, προς τον λαό τής Ιερουσαλήμ, που ήταν επάνω στο τείχος, για να τους φοβίσουν και να τους ταράξουν, ώστε να κυριεύσουν την πόλη·
19 και μίλησαν εναντίον τού Θεού τής Ιερουσαλήμ, όπως είχαν κάνει ενάντια στους θεούς τής γης, που είναι έργα χεριών ανθρώπων.
20 Και ο βασιλιάς Εζεκίας προσευχήθηκε γι' αυτά, και ο προφήτης Ησαϊας, ο γιος τού Αμώς, και βόησαν προς τον ουρανό.
21 Και ο Κύριος έστειλε έναν άγγελο, που αφάνισε όλους τους ισχυρούς με δύναμη, και τους άρχοντες, και τους στρατηγούς μέσα στο στρατόπεδο του βασιλιά τής Ασσυρίας. Και επέστρεψε στη γη του, με καταντροπιασμένο το πρόσωπο. Και όταν μπήκε στον οίκο τού θεού του, εκείνοι που βγήκαν από τα σπλάχνα του, τον θανάτωσαν εκεί με μάχαιρα.
22 Και ο Κύριος έσωσε τον Εζεκία, και τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, από το χέρι τού Σενναχειρείμ, του βασιλιά τής Ασσυρίας, και από το χέρι όλων, και τους ασφάλισε ολόγυρα.
23 Και πολλοί έφεραν δώρα προς τον Κύριο στην Ιερουσαλήμ, και πολύτιμα πράγματα στον Εζεκία, τον βασιλιά τού Ιούδα· και από τότε μεγαλύνθηκε μπροστά σε όλα τα έθνη.
24 Κατά τις ημέρες εκείνες, ο Εζεκίας αρρώστησε μέχρι θανάτου· και προσευχήθηκε στον Κύριο· και τον εισάκουσε, και του έδωσε ένα σημάδι.
25 Όμως, ο Εζεκίας δεν ανταπέδωσε σύμφωνα με την ευεργεσία που του έγινε· επειδή, υψώθηκε η καρδιά του· γι' αυτό, ήρθε οργή επάνω του, κι επάνω στον Ιούδα και στην Ιερουσαλήμ.
26 Και για την έπαρση της καρδιάς του, ο Εζεκίας ταπεινώθηκε, αυτός και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, και δεν ήρθε επάνω τους, στις ημέρες του Εζεκία, η οργή τού Κυρίου.
27 Και ο Εζεκίας απέκτησε πλούτο και μεγάλη δόξα, σε υπερβολικό βαθμό· και έκανε στον εαυτό του θησαυρούς από ασήμι, και χρυσάφι, και πολύτιμες πέτρες, και αρώματα, και ασπίδες, και από κάθε είδος επιθυμητά σκεύη·
28 και αποθήκες για το εισόδημα του σιταριού, και του κρασιού, και του λαδιού· και σταύλους για κτήνη κάθε είδους, και μάνδρες για κοπάδια.
29 Και έκανε πόλεις για τον εαυτό του, και απέκτησε πρόβατα και βόδια σε πλήθος· επειδή, ο Θεός έδωσε σ' αυτόν περιουσία υπερβολικά μεγάλη.
30 Ακόμα, αυτός ο Εζεκίας έφραξε την επάνω έξοδο των νερών τού Γιών, και τα κατεύθυνε προς τα κάτω, δυτικά από την πόλη τού Δαβίδ. Και ο Εζεκίας ευοδώθηκε σε όλα τα έργα του.
31 Με τους πρεσβευτές, όμως, των αρχόντων της Βαβυλώνας, που έστειλαν σ' αυτόν για να ερευνήσουν για το θαύμα που είχε γίνει στη γη, ο Θεός τον εγκατέλειψε, για να τον δοκιμάσει, ώστε να γνωρίσει όλα όσα ήσαν μέσα στην καρδιά του.
32 Και οι υπόλοιπες πράξεις τού Εζεκία, και τα ελέη του, δέστε, είναι γραμμένα στην όραση του προφήτη Ησαϊα, του γιου τού Αμώς, στο βιβλίο των βασιλιάδων τού Ιούδα, και του Ισραήλ.
33 Και ο Εζεκίας κοιμήθηκε μαζί με τους πατέρες του, και τον έθαψαν στον πιο ψηλό από τους τάφους των γιων τού Δαβίδ· και ολόκληρος ο Ιούδας και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τού έκαναν στον θάνατό του τιμές· και αντ' αυτού βασίλευσε ο Μανασσής, ο γιος του.