Εσθήρ / Esther
1 ΥΣΤΕΡΑ από τα πράγματα αυτά, αφού καταπραϋνθηκε ο θυμός τού βασιλιά Ασσουήρη, θυμήθηκε την Αστίν, και τι αυτή είχε κάνει, και τι είχε αποφασιστεί εναντίον της.
2 Και οι δούλοι τού βασιλιά, που τον υπηρετούσαν, είπαν: Ας ζητηθούν για τον βασιλιά νέες παρθένες, ωραίες στην όψη·
3 και ας διορίσει ο βασιλιάς εφόρους σε όλες τις επαρχίες τού βασιλείου του, και να συνάξουν στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, όλες τις νέες παρθένους, τις ωραίες στην όψη, στον γυναικώνα, κάτω από την επιτήρηση του Ηγαϊ, του ευνούχου τού βασιλιά, του φύλακα των γυναικών· και ας δοθούν σ' αυτές τα αναγκαία για τον καθαρισμό τους·
4 και η νέα που θα αρέσει στον βασιλιά, ας γίνει βασίλισσα αντί τής Αστίν. Και το πράγμα άρεσε στον βασιλιά, και έκανε έτσι.
5 Και στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, ήταν ένας άνθρωπος Ιουδαίος, που ονομαζόταν Μαροδοχαίος, γιος τού Ιαείρ, γιου τού Σιμεϊ, γιου τού Κεις, Βενιαμίτης·
6 που είχε μετοικιστεί από την Ιερουσαλήμ, μαζί με τους αιχμαλώτους, που μετοικίστηκαν μαζί με τον Ιεχονία, τον βασιλιά τού Ιούδα, τους οποίους μετοίκησε ο βασιλιάς τής Βαβυλώνας, ο Ναβουχοδονόσορας.
7 Κι αυτός ανέτρεφε την Αδασσά, που είναι η Εσθήρ, τη θυγατέρα τού θείου του· επειδή, δεν είχε ούτε πατέρα ούτε μητέρα· και το κορίτσι ήταν όμορφο και ωραίο· το οποίο ο Μαροδοχαίος, όταν πέθαναν ο πατέρας της και η μητέρα της, το είχε αναλάβει ως θυγατέρα του.
8 Και όταν ακούστηκε το πρόσταγμα του βασιλιά και η διαταγή του, και ότι συγκεντρώθηκαν πολλά κορίτσια στα Σούσα, στη βασιλική πόλη, κάτω από την επιτήρηση του Ηγαϊ, φέρθηκε και η Εσθήρ στον οίκο τού βασιλιά, κάτω από την επιτήρηση του Ηγαϊ, του φύλακα των γυναικών.
9 Και το κορίτσι τού άρεσε, και βρήκε χάρη μπροστά του, ώστε έσπευσε να της δώσει τα αναγκαία για τον καθαρισμό της, και τη μερίδα της· και της έδωσε και τα επτά κορίτσια, που ήσαν διορισμένα από τον οίκο τού βασιλιά· και τη μετέφερε, αυτή και τα κορίτσια της, στο καλύτερο μέρος τού γυναικωνίτη.
10 Η Εσθήρ δεν φανέρωσε τον λαό της ούτε τη συγγένειά της· επειδή, ο Μαραδοχαίος την είχε προστάξει να μη τα φανερώσει.
11 Και ο Μαροδοχαίος περπατούσε καθημερινά μπροστά από την αυλή τού γυναικώνα, για να μαθαίνει πώς είχε η Εσθήρ, και τι έγινε σ' αυτή.
12 Και όταν έφτανε η σειρά κάθε κοριτσιού, να μπει στον βασιλιά Ασσουήρη, αφού θα παρέμενε για 12 μήνες σύμφωνα με το έθιμο των γυναικών, (επειδή, έτσι συμπληρώνονταν οι ημέρες τού καθαρισμού τους, έξι μήνες περιαλείφονταν με λάδι σμύρνινο, και έξι μήνες με αρώματα, και με άλλα καθαριστικά των γυναικών)·
13 και έτσι έμπαινε το κορίτσι στον βασιλιά· κάθε τι που έλεγε, της το έδιναν, για να το πάρει μαζί της από τον γυναικώνα στον οίκο τού βασιλιά.
14 Την εσπέρα έμπαινε, και το πρωί γύριζε στον δεύτερο γυναικώνα, κάτω από την επιτήρηση του Σαασγάζ, του ευνούχου τού βασιλιά, που φύλαττε τις παλλακίδες· δεν έμπαινε πλέον στον βασιλιά, εκτός και αν την ήθελε ο βασιλιάς, και την καλούσε ονομαστικά.
15 Όταν, λοιπόν, έφτασε η σειρά για να μπει στον βασιλιά η Εσθήρ, η θυγατέρα τού Αβιχαίλ, θείου τού Μαροδοχαίου, που την είχε πάρει ως θυγατέρα του, δεν ζήτησε τίποτε άλλο, παρά ό,τι διόρισε ο Ηγαϊ ο ευνούχος τού βασιλιά, ο φύλακας των γυναικών. Και η Εσθήρ έβρισκε χάρη μπροστά σε όλους όσους την έβλεπαν.
16 Η Εσθήρ, λοιπόν, οδηγήθηκε στον βασιλιά Ασσουήρη, στον βασιλικό του οίκο, τον δέκατο μήνα, αυτός είναι ο μήνας Τεβέθ, στον έβδομο χρόνο τής βασιλείας του.
17 Και ο βασιλιάς αγάπησε την Εσθήρ περισσότερο από όλες τις γυναίκες, και βρήκε χάρη και έλεος μπροστά του περισσότερο από όλες τις παρθένες· και έβαλε το βασιλικό διάδημα επάνω στο κεφάλι της, και την έκανε βασίλισσα αντί τής Αστίν.
18 Τότε, ο βασιλιάς έκανε μεγάλο συμπόσιο σε όλους τους άρχοντές του και τους δούλους του, το συμπόσιο της Εσθήρ· και έκανε άφεση στις επαρχίες, και έδωσε δώρα, σύμφωνα με τη βασιλική μεγαλοπρέπεια.
19 Και όταν οι παρθένες συγκεντρώθηκαν για δεύτερη φορά, τότε κάθησε ο Μαροδοχαίος στη βασιλική πύλη.
20 Η Εσθήρ δεν φανέρωσε τη συγγένειά της ούτε τον λαό της, καθώς την είχε προστάξει ο Μαροδοχαίος· επειδή, η Εσθήρ εκτελούσε την προσταγή τού Μαροδοχαίου, καθώς όταν ανατρεφόταν κοντά του.
21 Τις ημέρες εκείνες, ενώ ο Μαροδοχαίος καθόταν στη βασιλική πύλη, δύο από τους ευνούχους τού βασιλιά, ο Βιχθάν και ο Θερές, απ' αυτούς που φύλαγαν την είσοδο, οργίστηκαν, και ζητούσαν να βάλουν χέρι επάνω στον βασιλιά Ασσουήρη.
22 Και το πράγμα έγινε γνωστό στον Μαροδοχαίο, και το ανήγγειλε στην Εσθήρ, τη βασίλισσα· και η Εσθήρ το είπε στον βασιλιά από μέρους τού Μαροδοχαίου.
23 Και όταν έγινε εξέταση του πράγματος, βρέθηκε ότι ήταν έτσι· γι' αυτό κρεμάστηκαν και οι δύο σε ξύλο· και γράφτηκε στο βιβλίο των χρονικών μπροστά στον βασιλιά.