Εκκλησιαστής / Ecclesiastes
1 ΦΥΛΑΓΕ το πόδι σου, όταν πηγαίνεις στον οίκο τού Θεού· και δείχνε προθυμία να ακούς, μάλλον, παρά να προσφέρεις θυσία αφρόνων, που δεν αισθάνονται ότι πράττουν κακώς.
2 Μη βιάζεσαι με το στόμα σου, και η καρδιά σου ας μη επιταχύνει να προφέρει κάποιον λόγο μπροστά στον Θεό· επειδή, ο Θεός είναι στον ουρανό, ενώ εσύ είσαι στη γη· γι' αυτό, τα λόγια σου ας είναι λίγα.
3 Επειδή, το μεν όνειρο έρχεται μέσα στην πληθώρα των περισπασμών· ενώ η φωνή τού άφρονα, μέσα στην πληθώρα των λόγων.
4 Όταν ευχηθείς κάποια ευχή στον Θεό, μη καθυστερήσεις να την αποδώσεις· επειδή, δεν αρέσκεται στους άφρονες· απόδωσε ό,τι έχεις ευχηθεί.
5 Καλύτερα να μη ευχηθείς, παρά αφού ευχηθείς να μη αποδώσεις.
6 Μη συγχωρήσεις στο στόμα σου να φέρει επάνω σου αμαρτία· ούτε να πεις μπροστά στον άγγελο, ότι ήταν από άγνοια· γιατί να οργιστεί ο Θεός στη φωνή σου, και να αφανίσει τα έργα των χεριών σου;
7 Επειδή, μέσα στην πληθώρα των ονείρων, και στην πληθώρα των λόγων, υπάρχουν ματαιότητες· εσύ, όμως, να φοβάσαι τον Θεό.
8 Αν δεις κατάθλιψη φτωχού, και παραβίαση κρίσης και δικαιοσύνης στη χώρα, μη θαυμάσεις γι' αυτό· επειδή, επάνω στον υψηλό επιτηρεί υψηλότερος· κι επάνω σ' αυτούς υψηλότεροι.
9 Η γη ωφελεί περισσότερο απ' όλα· και ο ίδιος ο βασιλιάς υπηρετείται από τα χωράφια.
10 Αυτός που αγαπάει το ασήμι, δεν θα χορτάσει από ασήμι· ούτε από εισοδήματα αυτός που αγαπάει την αφθονία· και τούτο είναι ματαιότητα.
11 Καθώς πληθαίνουν τα αγαθά, πληθαίνουν κι αυτοί που τα τρώνε· και ποια είναι η ωφέλεια στους κυρίους τους, παρά το να τα θωρούν με τα μάτια τους;
12 Ο ύπνος εκείνου που εργάζεται είναι γλυκός, είτε λίγο φάει είτε πολύ· ενώ ο χορτασμός τού πλουσίου δεν τον αφήνει να κοιμάται.
13 Υπάρχει ένα θλιβερό κακό, που είδα κάτω από τον ήλιο· πλούτος που διαφυλάγεται απ' αυτόν που τον έχει, είναι για δική του βλάβη.
14 Κι εκείνος ο πλούτος χάνεται από κακή συμφορά· αυτός, μάλιστα, γεννάει έναν γιο, και δεν έχει τίποτε στο χέρι του.
15 Όπως βγήκε από την κοιλιά τής μητέρας του, γυμνός και θα επιστρέψει, πηγαίνοντας όπως ήρθε· και δεν βαστάζει τίποτε από τον κόπο του, για να έχει στο χέρι του.
16 Ακόμα κι αυτό είναι θλιβερό κακό, όπως ήρθε, έτσι να πάει· και ποια ωφέλεια υπάρχει σ' αυτόν ότι κοπίασε για τον άνεμο;
17 Επιπλέον, θα τρώει όλες τις ημέρες του μέσα σε σκοτάδι, και με πολλή λύπη, και αρρώστια, και βάσανο.
18 Πρόσεξε, τι είδα εγώ ως αγαθό· είναι καλό να τρώει κάποιος και να πίνει, και να απολαμβάνει τα αγαθά ολόκληρου του κόπου του, που κοπιάζει κάτω από τον ήλιο, σύμφωνα με τον αριθμό των ημερών τής ζωής του, όσες ο Θεός τού έδωσε· επειδή, αυτή είναι η μερίδα του.
19 Και σε όποιον άνθρωπο ο Θεός, αφού του έδωσε πλούτη και υπάρχοντα, του έδωσε και εξουσία να τρώει απ' αυτά, και να παίρνει το μερίδιό του, και να ευφραίνεται στον κόπο του, αυτό είναι δώρο τού Θεού·
20 επειδή, δεν θα θυμάται για πολύ τις ημέρες τής ζωής του· για τον λόγο ότι, ο Θεός αποκρίνεται στην καρδιά του με ευφροσύνη.