Ιεζεκιήλ / Ezekiel
1 ΚΑΙ έγινε σε μένα λόγος τού Κυρίου, λέγοντας:
2 Κι εσύ, γιε ανθρώπου, θα κρίνεις, θα κρίνεις την πόλη των αιμάτων; Και θα παραστήσεις σ' αυτήν όλα τα βδελύγματά της;
3 Πες, λοιπόν: Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός. Ω, πόλη, που στο μέσον της χύνει αίματα, για νάρθει ο καιρός της, και που κατασκευάζει είδωλα εναντίον του εαυτού της, για να μολύνεται!
4 Έγινες ένοχη μέσα στο αίμα σου, που ξέχυσες, και μολύνθηκες μέσα στα είδωλά σου, που κατασκεύασες· και έκανες να πλησιάσουν οι ημέρες σου, και ήρθες μέχρι τα χρόνια σου· γι' αυτό, σε έκανα όνειδος στα έθνη, και παιχνίδι σε όλους τούς τόπους.
5 Οι κοντινοί, και οι μακρινοί από σένα θα σε εμπαίξουν, μολυσμένη ως προς το όνομα, μεγάλη ως προς τις συμφορές.
6 Δες, οι άρχοντες του Ισραήλ ήσαν μέσα σε σένα, για να χύνουν αίμα, ο καθένας σύμφωνα με τη δύναμή του.
7 Μέσα σε σένα καταφρονούσαν πατέρα και μητέρα· μέσα σε σένα συμπεριφέρονταν απατηλά προς τον ξένο· μέσα σε σένα καταδυνάστευαν τον ορφανό και τη χήρα.
8 Καταφρόνησες τα άγιά μου, και βεβήλωσες τα σάββατά μου.
9 Μέσα σε σένα ήσαν άνδρες συκοφάντες για να χύνουν αίμα· και μέσα σε σένα έτρωγαν επάνω στα βουνά· μέσα σε σένα πράττουν ανοσιουργίες.
10 Μέσα σε σένα ξεσκέπασαν την ασχημοσύνη τού πατέρα· μέσα σε σένα ταπείνωσαν την αποχωρισμένη μέσα στην ακαθαρσία της.
11 Και ο μεν ένας έπραξε βδελυρή πράξη με τη γυναίκα τού πλησίον του· ο δε άλλος μόλυνε ανόσια τη νύφη του· και ο άλλος μέσα σε σένα ταπείνωσε την αδελφή του, τη θυγατέρα τού πατέρα του.
12 Μέσα σε σένα έπαιρναν δώρα για να εκχέουν αίμα· πήρες τόκο και προσθήκη, και αισχροκέρδησες από τους πλησίον σου με απάτη, και με λησμόνησες, λέει ο Κύριος ο Θεός.
13 Δες, γι' αυτό χτύπησα τα χέρια μου με κρότο στην αισχροκέρδειά σου, που έπραξες, και στο αίμα, που ήταν ανάμεσά σου.
14 Θα αντέξει η καρδιά σου; Ή, θα έχουν δύναμη τα χέρια σου, στις ημέρες κατά τις οποίες εγώ θα ενεργήσω εναντίον σου; Εγώ μίλησα, ο Κύριος, και θα εκτελέσω.
15 Και θα σε διασκορπίσω μέσα στα έθνη, και θα σε διασπείρω στους τόπους, και θα εξαλείψω από σένα την ακαθαρσία σου.
16 Και θα βεβηλωθείς από μόνη σου μπροστά στα έθνη· και θα γνωρίσεις ότι εγώ είμαι ο Κύριος.
17 ΚΑΙ έγινε σε μένα λόγος τού Κυρίου, λέγοντας:
18 Γιε ανθρώπου, ο οίκος Ισραήλ έγινε σε μένα σαν σκουριά· όλοι είναι χαλκός, και κασσίτερος, και σίδερο, και μολύβι, στο μέσον τού χωνευτηρίου· είναι σκουριές από ασήμι.
19 Γι' αυτό, έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός: Επειδή, όλοι εσείς γίνατε σκουριά, δέστε, γι' αυτό θα σας συγκεντρώσω στο μέσον τής Ιερουσαλήμ·
20 όπως συγκεντρώνουν στο μέσον τού χωνευτηρίου το ασήμι, και τον χαλκό, και το σίδερο, και το μολύβι, και τον κασσίτερο, για να φυσήξουν επάνω τους φωτιά, ώστε να τα διαλύσουν, έτσι μέσα στον θυμό μου και μέσα στην οργή μου θα σας συγκεντρώσω, και θα σας βάλω εκεί, και θα σας διαλύσω.
21 Θα σας συγκεντρώσω οπωσδήποτε, και μέσα στη φωτιά τής οργής μου θα φυσήξω επάνω σας, και θα διαλυθείτε στο μέσον τής φωτιάς.
22 Όπως διαλύεται το ασήμι στο μέσον τού χωνευτηρίου, έτσι θα διαλυθείτε στο μέσον τής φωτιάς τής οργής. Και θα γνωρίσετε ότι εγώ ο Κύριος ξέχυνα επάνω σας την οργή μου.
23 ΚΑΙ έγινε σε μένα λόγος τού Κυρίου, λέγοντας:
24 Γιε ανθρώπου, πες σ' αυτήν: Εσύ είσαι η γη, που δεν καθαρίστηκε, και δεν έγινε βροχή επάνω της κατά την ημέρα τής οργής.
25 Στο μέσον της υπάρχει συνωμοσία των προφητών της· σαν λιοντάρια που ωρύονται, που αρπάζουν το θήραμα, κατατρώνε ψυχές· πήραν θησαυρούς και πολύτιμα πράγματα· πλήθυναν τις χήρες της ανάμεσά της.
26 Οι ιερείς της αθέτησαν τον νόμο μου, και βεβήλωσαν τα άγιά μου· ανάμεσα σε άγιο και βέβηλο δεν έκαναν διαφοροποίηση, και ανάμεσα σε ακάθαρτο και καθαρό δεν έκαναν διάκριση, και έκρυβαν τα μάτια τους από τα σάββατά μου, και με βεβήλωναν ανάμεσά τους.
27 Οι άρχοντές της είναι στο μέσον της, σαν λύκοι που αρπάζουν το θήραμα, για να ξεχύνουν αίμα, για να αφανίζουν ψυχές, για να αισχροκερδήσουν αισχροκέρδεια.
28 Και οι προφήτες της τούς περιάλειφαν με αμάλαχτο πηλό, βλέποντας μάταιες οράσεις, και μαντεύοντας σ' αυτούς ψέματα, λέγοντας: Έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός· ενώ ο Κύριος δεν είχε μιλήσει.
29 Ο λαός τής γης μεταχειριζόταν απάτη, και έκανε αρπαγές, και καταδυνάστευε τον φτωχό και τον ενδεή, και απατούσε τον ξένο χωρίς κρίση.
30 Και ζήτησα ανάμεσά τους έναν άνδρα, που να ανεγείρει το περίφραγμα, και να σταθεί στη χαλάστρα μπροστά μου υπέρ τής γης, για να μη την εξολοθρεύσω· και δεν βρήκα.
31 Γι' αυτό, ξέχυνα την οργή μου επάνω τους· τους κατανάλωσα μέσα στη φωτιά τής οργής μου· ανταπέδωσα τους δρόμους τους επάνω στα κεφάλια τους, λέει ο Κύριος ο Θεός.