Λουκάς / Luke
1 Εντωμεταξύ, αφού συγκεντρώθηκαν οι μυριάδες τού πλήθους, σε σημείο που να καταπατούν ο ένας τον άλλον, άρχισε να λέει στους μαθητές του: Πρώτον, προσέχετε στον εαυτό σας από τη ζύμη των Φαρισαίων, που είναι η υποκρισία.
2 Αλλά, δεν είναι τίποτε σκεπασμένο, που δεν θα ξεσκεπαστεί· και κρυφό, που δεν θα γίνει γνωστό.
3 Γι' αυτό, όσα είπατε μέσα στο σκοτάδι, θα ακουστούν μέσα στο φως· και ό,τι μιλήσατε στο αυτί μέσα στα εσώτερα δωμάτια, θα κηρυχθεί επάνω από τις ταράτσες.
4 Και σε σας τους φίλους μου λέω: Μη φοβηθείτε από εκείνους που φονεύουν το σώμα, και ύστερα απ' αυτά μη μπορώντας να πράξουν κάτι περισσότερο.
5 Αλλά, θα σας δείξω ποιον να φοβηθείτε: Φοβηθείτε εκείνον που, αφού θανατώσει, έχει εξουσία να ρίξει στη γέεννα· ναι, σας λέω, αυτόν να φοβηθείτε.
6 Δεν πουλιούνται πέντε σπουργίτια για δύο ασσάρια; Και ένα απ' αυτά δεν είναι λησμονημένο μπροστά στον Θεό·
7 αλλά, και οι τρίχες του κεφαλιού σας είναι όλες αριθμημένες. Μη φοβάστε, λοιπόν· από πολλά σπουργίτια διαφέρετε.
8 Σας λέω δε: Καθένας που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, και ο Υιός τού ανθρώπου θα τον ομολογήσει μπροστά στους αγγέλους τού Θεού.
9 Ενώ, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, και ο Υιός τού ανθρώπου θα τον αρνηθεί μπροστά στους αγγέλους τού Θεού.
10 Και καθένας που θα πει έναν λόγο ενάντια στον Υιό τού ανθρώπου, θα του συγχωρηθεί· όποιος, όμως, βλασφημήσει ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, σ' αυτόν δεν θα του συγχωρηθεί.
11 Και όταν σας φέρουν στις συναγωγές και στις αρχές και στις εξουσίες, μη μεριμνάτε πώς ή τι να απολογηθείτε ή τι να πείτε.
12 Επειδή, το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει κατά την ώρα εκείνη τι πρέπει να πείτε.
13 Κάποιος δε από το πλήθος είπε σ' αυτόν: Δάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιραστεί μαζί μου την κληρονομιά.
14 Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Άνθρωπε, ποιος με έβαλε δικαστή ή διανεμητή επάνω σας;
15 Και τους είπε: Προσέχετε και φυλάγεστε από την πλεονεξία· επειδή, αν κάποιος έχει περίσσεια αγαθά, η ζωή του δεν εξαρτάται από τα υπάρχοντά του.
16 Και τους είπε μια παραβολή, λέγοντας: Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα χωράφια καρποφόρησαν άφθονα·
17 και συλλογιζόταν μέσα του, λέγοντας: Τι να κάνω; Επειδή, δεν έχω πού να συγκεντρώσω τους καρπούς μου.
18 Και είπε: Τούτο θα κάνω· θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου, και θα κτίσω μεγαλύτερες, και εκεί θα συγκεντρώσω όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου·
19 και θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά αποταμιευμένα για πολλά χρόνια· αναπαύου, φάε, πιες, ευφραίνου.
20 Και ο Θεός είπε σ' αυτόν: Άφρονα, αυτή εδώ τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου· όσα λοιπόν ετοίμασες, τίνος θα είναι;
21 Έτσι θα είναι όποιος θησαυρίζει στον εαυτό του, και δεν πλουτίζει στον Θεό.
22 Και στους μαθητές του είπε: Γι' αυτό, σας λέω: Μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι να φάτε· ούτε για το σώμα, τι να ντυθείτε.
23 Η ζωή είναι πολυτιμότερη από την τροφή, και το σώμα από το ένδυμα.
24 Παρατηρήστε τά κοράκια, ότι δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν· τα οποία δεν έχουν ταμείο ούτε αποθήκη, και ο Θεός τα τρέφει· πόσο περισσότερο διαφέρετε εσείς από τα πουλιά;
25 Και ποιος από σας μεριμνώντας μπορεί να προσθέσει έναν πήχη στο ανάστημά του;
26 Αν, λοιπόν, εσείς δεν μπορείτε ούτε το ελάχιστο, για τα υπόλοιπα γιατί μεριμνάτε;
27 Παρατηρήστε τα κρίνα, πώς μεγαλώνουν· δεν κοπιάζουν ούτε κλώθουν· σας λέω, όμως, ούτε ο Σολομώντας, μέσα σε όλη του τη δόξα, δεν ντύθηκε σαν ένα απ' αυτά.
28 Αλλά, αν το χορτάρι, που σήμερα είναι στο χωράφι, και αύριο ρίχνεται σε καμίνι, ο Θεός το ντύνει με έναν τέτοιο τρόπο, πόσο περισσότερο εσάς, ολιγόπιστοι;
29 Κι εσείς μη ζητάτε τι να φάτε ή τι να πιείτε· και μη είστε μετέωροι.
30 Επειδή, όλα αυτά τα ζητούν τα έθνη τού κόσμου· ενώ ο Πατέρας σας ξέρει ότι έχετε ανάγκη απ' αυτά.
31 Πλην, ζητάτε τη βασιλεία τού Θεού, και όλα αυτά θα σας προστεθούν.
32 Μη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο· επειδή, ο Πατέρας σας ευδόκησε να σας δώσει τη βασιλεία.
33 Πουλήστε τα υπάρχοντά σας, και δώστε ελεημοσύνη. Κάντε για τον εαυτό σας βαλάντια που δεν παλιώνουν, θησαυρό στους ουρανούς, που δεν χάνεται, όπου κλέφτης δεν πλησιάζει ούτε σκουλήκι καταστρέφει.
34 Επειδή, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.
35 Ας είναι οι οσφύες σας περιζωσμένες, και τα λυχνάρια αναμμένα·
36 κι εσείς, όμοιοι με ανθρώπους που προσμένουν τον κύριό τους, πότε θα επιστρέψει από τους γάμους, για να του ανοίξουν αμέσως, όταν έρθει και κρούσει.
37 Μακάριοι εκείνοι οι δούλοι, που, όταν έρθει ο κύριός τους, τους βρει να αγρυπνούν· σας διαβεβαιώνω ότι θα περιζωστεί, και θα τους καθίσει στο τραπέζι, και αφού έρθει στο μέσον, θα τους υπηρετήσει.
38 Και αν έρθει κατά τη δεύτερη φυλακή τής νύχτας, και κατά την τρίτη φυλακή τής νύχτας έρθει, και βρει έτσι, μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι.
39 Και να γνωρίζετε τούτο, ότι, αν ο οικοδεσπότης ήξερε ποια ώρα έρχεται ο κλέφτης, θα αγρυπνούσε, και δεν θα άφηνε να διανοιχτεί το σπίτι του.
40 Κι εσείς, λοιπόν, γίνεστε έτοιμοι· επειδή, κατά την ώρα που δεν στοχάζεστε, έρχεται ο Υιός τού ανθρώπου.
41 Και ο Πέτρος είπε σ' αυτόν: Κύριε, σε μας λες αυτή την παραβολή ή και σε όλους;
42 Και ο Κύριος είπε: Ποιος είναι, λοιπόν, ο πιστός οικονόμος, και φρόνιμος, τον οποίο ο κύριός του θα τον τοποθετήσει επάνω στους υπηρέτες του, για να δίνει τη διορισμένη τροφή στον ανάλογο καιρό;
43 Μακάριος ο δούλος εκείνος, που, όταν έρθει ο κύριός του, θα τον βρει να πράττει έτσι.
44 Σας διαβεβαιώνω, ότι θα τον κάνει επιστάτη επάνω σε όλα τα υπάρχοντά του.
45 Και αν ο δούλος εκείνος πει μέσα στην καρδιά του: Ο κύριός μου καθυστερεί νάρθει· και αρχίσει να δέρνει τούς δούλους και τις δούλες, και να τρώει και να πίνει και να μεθάει·
46 ο κύριος εκείνου τού δούλου θάρθει σε ημέρα που δεν προσμένει, και σε ώρα που δεν ξέρει· και θα τον αποχωρίσει, και θα βάλει το μέρος του μαζί με τους απίστους.
47 Και εκείνος ο δούλος, που γνώρισε το θέλημα του κυρίου του, αλλά δεν ετοίμασε ούτε έκανε σύμφωνα με το θέλημά του, θα δαρθεί πολύ.
48 Αλλά, όποιος, ενώ δεν γνώρισε, όμως έπραξε άξια δαρμών, θα δαρθεί λίγο. Και σε όποιον δόθηκε πολύ, πολύ θα ζητηθεί απ' αυτόν· και σε όποιον είναι εμπιστευμένο πολύ, περισσότερο θα απαιτήσουν απ' αυτόν.
49 Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη· και τι θέλω, αν έχει ήδη ανάψει;
50 Μάλιστα, ένα βάπτισμα έχω να βαπτιστώ, και πώς στενοχωρούμαι μέχρις ότου εκτελεστεί;
51 Νομίζετε ότι ήρθα να δώσω ειρήνη στη γη; Σας λέω, όχι, αλλά διαχωρισμό.
52 Επειδή, από τώρα θα είναι πέντε μέσα σ' ένα σπίτι διαχωρισμένοι, οι τρεις ενάντια στους δύο, και οι δύο ενάντια στους τρεις.
53 Θα διαχωριστεί πατέρας ενάντια σε γιο, και γιος ενάντια σε πατέρα· μητέρα ενάντια σε θυγατέρα, και θυγατέρα ενάντια σε μητέρα· πεθερά ενάντια στη νύφη της, και νύφη ενάντια στην πεθερά της.
54 Έλεγε δε και προς τα πλήθη: Όταν δείτε το σύννεφο να ανυψώνεται από δυσμάς, λέτε αμέσως: Έρχεται βροχή· και γίνεται έτσι·
55 και όταν δείτε τον νοτιά να πνέει, λέτε ότι: Θα είναι καύσωνας· και γίνεται.
56 Υποκριτές, το πρόσωπο της γης και του ουρανού ξέρετε να το διακρίνετε· τούτον, όμως, τον καιρό πώς δεν τον διακρίνετε;
57 Γιατί, μάλιστα, και από μόνοι σας δεν κρίνετε το δίκαιο;
58 Ενώ, λοιπόν, πηγαίνεις μαζί με τον αντίδικό σου προς τον άρχοντα, προσπάθησε στον δρόμο να απαλλαγείς απ' αυτόν, μήπως και σε σύρει στον κριτή, και ο κριτής σε παραδώσει στον υπηρέτη, και ο υπηρέτης σε βάλει σε φυλακή.
59 Σου λέω: Δεν θα βγεις έξω από εκεί, μέχρις ότου αποδώσεις και το τελευταίο λεπτό.