Λουκάς / Luke
1 ΤΟΤΕ, σηκώθηκε ολόκληρο το πλήθος τους, και τον έφεραν στον Πιλάτο.
2 Και άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας: Αυτόν, τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος, και να εμποδίζει να δίνουν φόρους στον Καίσαρα, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι Χριστός, βασιλιάς.
3 Και ο Πιλάτος τον ρώτησε, λέγοντας: Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Και εκείνος, απαντώντας σ' αυτόν, είπε: Εσύ το λες.
4 Και ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς και στα πλήθη: Δεν βρίσκω κανένα έγκλημα σε τούτο τον άνθρωπο.
5 Και εκείνοι επέμεναν, λέγοντας, ότι: Αναστατώνει τον λαό, διδάσκοντας σε ολόκληρη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία μέχρις εδώ.
6 Και ο Πιλάτος, όταν άκουσε Γαλιλαία, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος.
7 Και μαθαίνοντας ότι είναι από την επικράτεια του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που κι αυτός ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τις ημέρες αυτές.
8 Και ο Ηρώδης, βλέποντας τον Ιησού, χάρηκε πολύ· επειδή, ήθελε πριν από πολύ καιρό να τον δει, για τον λόγο ότι, άκουγε γι' αυτόν πολλά· και έλπιζε να δει κάποιο θαύμα να γίνεται απ' αυτόν.
9 Τον ρωτούσε μάλιστα με πολλά λόγια· όμως, αυτός δεν του αποκρίθηκε τίποτε.
10 Στέκονταν μάλιστα εκεί οι αρχιερείς και οι γραμματείς κατηγορώντας τον έντονα.
11 Και αφού ο Ηρώδης μαζί με τα στρατεύματά του τον εξουθένωσε, και τον ενέπαιξε, τον έντυσε με ένα λαμπρό ιμάτιο, και τον έστειλε ξανά στον Πιλάτο.
12 Και κατά την ημέρα εκείνη ο Πιλάτος και ο Ηρώδης έγιναν μεταξύ τους φίλοι· επειδή, πρωτύτερα ήσαν σε έχθρα ο ένας προς τον άλλον.
13 Και ο Πιλάτος, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και τον λαό,
14 τους είπε: Μου φέρατε τούτον τον άνθρωπο, σαν έναν που ξεσηκώνει τον λαό σε στάση· και δέστε, εγώ μπροστά σας, αφού τον ανέκρινα, δεν βρήκα σε τούτον τον άνθρωπο κανένα έγκλημα από όσα φέρνετε ως κατηγορίες εναντίον του·
15 αλλά, ούτε και ο Ηρώδης· επειδή, σας έστειλα σ' αυτόν· και δέστε, τίποτε άξιο θανάτου δεν έχει διαπραχθεί απ' αυτόν.
16 Αφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω.
17 Έπρεπε, μάλιστα, κατ' ανάγκη να τους απολύει έναν κατά τη γιορτή.
18 Όλοι, όμως, μαζί ανέκραξαν, λέγοντας: Σήκωσε τούτον, και απόλυσέ μας τον Βαραββά·
19 ο οποίος, για κάποια στάση, που είχε γίνει στην πόλη, και για φόνο, είχε ριχτεί στη φυλακή.
20 Ξανά, λοιπόν, ο Πιλάτος μίλησε σ' αυτούς, θέλοντας να απολύσει τον Ιησού.
21 Εκείνοι, όμως, φώναζαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον.
22 Αλλ' εκείνος και μια τρίτη φορά είπε σ' αυτούς: Και τι κακό έκανε αυτός; Δεν βρήκα καμιά αφορμή θανάτου σ' αυτόν· αφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω.
23 Εκείνοι, όμως, επέμεναν με δυνατές φωνές, ζητώντας να σταυρωθεί. Και οι φωνές τους και των αρχιερέων υπερίσχυαν.
24 Και ο Πιλάτος αποφάσισε να γίνει το αίτημά τους.
25 Και τους απέλυσε αυτόν, που για στάση και φόνο ήταν ριγμένος στη φυλακή, αυτόν που ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον παρέδωσε στο θέλημά τους.
26 Και καθώς τον έφεραν έξω, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίο, που ερχόταν από το χωράφι, και έβαλαν επάνω του τον σταυρό, για να τον φέρει πίσω από τον Ιησού.
27 Και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος τού λαού, και από τις γυναίκες, που οδύρονταν και τον θρηνούσαν.
28 Και αφού ο Ιησούς στράφηκε σ' αυτές είπε: Θυγατέρες τής Ιερουσαλήμ, μη κλαίτε για μένα, αλλά για τον εαυτό σας να κλαίτε, και για τα παιδιά σας.
29 Επειδή, δέστε, έρχονται ημέρες, κατά τις οποίες θα πουν: Μακάριες οι στείρες, και οι κοιλιές που δεν γέννησαν, και οι μαστοί που δεν θήλασαν.
30 Τότε, θα αρχίσουν να λένε στα βουνά: Πέστε επάνω μας· και στους λόφους: Σκεπάστε μας.
31 Επειδή, αν στο υγρό ξύλο τα κάνουν αυτά, τι θα γίνει στο ξηρό;
32 Φέρνονταν, μάλιστα, και άλλοι δύο μαζί του, που ήσαν κακούργοι, για να θανατωθούν.
33 Και όταν ήρθαν στον τόπο, που ονομάζεται Κρανίο, εκεί τον σταύρωσαν, και τους κακούργους, τον έναν μεν από τα δεξιά, τον άλλον δε από τα αριστερά.
34 Και ο Ιησούς έλεγε: Πατέρα, συγχώρεσέ τους· επειδή, δεν ξέρουν τι κάνουν. Και καθώς διαμοιράζονταν τα ιμάτιά του, έβαλαν κλήρο.
35 Και όλος ο λαός στεκόταν βλέποντας. Μάλιστα, τον ενέπαιζαν και οι άρχοντες μαζί τους, λέγοντας: Άλλους έσωσε· ας σώσει τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Χριστός, ο εκλεκτός τού Θεού.
36 Τον ενέπαιζαν μάλιστα και οι στρατιώτες, πλησιάζοντας και προσφέροντάς του ξίδι,
37 λέγοντας: Αν εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου.
38 Ήταν δε από πάνω του και μια επιγραφή γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ.
39 Ένας, μάλιστα, από τους κακούργους που κρεμάστηκαν, τον βλασφημούσε, λέγοντας: Αν εσύ είσαι ο Χριστός, σώσε τον εαυτό σου κι εμάς.
40 Αποκρινόμενος, όμως, ο άλλος τον επέπληττε, λέγοντας: Ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ, που είσαι μέσα στην ίδια καταδίκη;
41 Κι εμείς μεν δίκαια· επειδή, απολαμβάνουμε άξια των όσων πράξαμε· αυτός, όμως, δεν έπραξε τίποτε το άτοπο.
42 Και έλεγε στον Ιησού: Κύριε, θυμήσου με, όταν έρθεις στη βασιλεία σου.
43 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Σε διαβεβαιώνω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο.
44 Ήταν δε περίπου η έκτη ώρα, και έγινε σκοτάδι επάνω σε όλη τη γη μέχρι την έκτη ώρα.
45 Και σκοτίστηκε ο ήλιος· και το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στο μέσον.
46 Και ο Ιησούς, αφού φώναξε με δυνατή φωνή, είπε: Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου. Και, όταν τα είπε αυτά, εξέπνευσε.
47 Και βλέποντας ο εκατόνταρχος αυτό που έγινε δόξασε τον Θεό, λέγοντας: Ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά δίκαιος.
48 Και όλα τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί σ' αυτό το θέαμα, βλέποντας τα όσα έγιναν, επέστρεφαν χτυπώντας τα στήθη τους.
49 Από μακριά, μάλιστα, στέκονταν όλοι οι γνωστοί του, και οι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει μαζί από τη Γαλιλαία, και τα έβλεπαν αυτά.
50 Και τότε, ένας άνδρας, με το όνομα Ιωσήφ, που ήταν βουλευτής, άνδρας αγαθός και δίκαιος,
51 (αυτός δεν ήταν σύμφωνος με τη βουλή και την πράξη τους), από την Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, ο οποίος περίμενε κι αυτός τη βασιλεία τού Θεού·
52 αυτός, αφού ήρθε στον Πιλάτο, ζήτησε το σώμα τού Ιησού.
53 Και όταν το κατέβασε, το τύλιξε με σεντόνι, και το έβαλε σε μνήμα, λαξεμένο σε βράχο, όπου δεν είχε ακόμα ενταφιαστεί κανένας.
54 Και ήταν ημέρα Παρασκευή, και ξημέρωνε σάββατο.
55 Ακολούθησαν, μάλιστα, και γυναίκες, που είχαν έρθει μαζί του από τη Γαλιλαία και είδαν το μνήμα, και πώς τέθηκε το σώμα του.
56 Και αφού επέστρεψαν, ετοίμασαν αρώματα και μύρα· και το μεν σάββατο ησύχασαν, σύμφωνα με την εντολή.