Λουκάς / Luke
1 ΚΑΙ καθώς μπήκε μέσα, διερχόταν την Ιεριχώ.
2 Και ξάφνου, ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Ζακχαίος, ο οποίος ήταν αρχιτελώνης, κι αυτός ήταν πλούσιος·
3 και ζητούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι· και δεν μπορούσε εξαιτίας τού πλήθους, επειδή ήταν κοντός στο ανάστημα.
4 Και τρέχοντας μπροστά, ανέβηκε επάνω σε μια συκομουριά για να τον δει· επειδή, από εκείνο τον δρόμο επρόκειτο να περάσει.
5 Και όταν ο Ιησούς ήρθε στον τόπο, καθώς κοίταξε ψηλά, τον είδε, και του είπε: Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα· επειδή, σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.
6 Και κατέβηκε γρήγορα, και τον υποδέχθηκε με χαρά.
7 Και όλοι, βλέποντας αυτό, γόγγυζαν, λέγοντας ότι: Μπήκε για να μείνει μέσα σε έναν αμαρτωλό άνθρωπο.
8 Και ο Ζακχαίος, αφού σηκώθηκε όρθιος, είπε στον Κύριο: Δες, τα μισά από τα υπάρχοντά μου, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς· κι αν συκοφάντησα κάποιον σε κάτι, αποδίδω τετραπλάσια.
9 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν ότι: Σήμερα έγινε σωτηρία σ' αυτό το σπίτι, καθόσον κι αυτός είναι γιος τού Αβραάμ.
10 Επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο.
11 Και ενώ αυτοί τα άκουγαν αυτά, προσθέτοντας είπε μια παραβολή, επειδή ήταν κοντά στην Ιερουσαλήμ, κι αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία τού Θεού επρόκειτο να φανεί αμέσως.
12 Είπε, λοιπόν: Κάποιος ευγενής άνθρωπος πήγε σε μια μακρινή χώρα, για να πάρει για τον εαυτό του βασιλεία, και να επιστρέψει.
13 Και αφού κάλεσε δέκα από τους δικούς του δούλους, τους έδωσε δέκα μνες, και τους είπε: Πραγματευθείτε μέχρις ότου έρθω.
14 Οι συμπολίτες του, όμως, τον μισούσαν, και έστειλαν πίσω απ' αυτόν πρέσβεις, λέγοντας: Δεν θέλουμε να βασιλεύσει αυτός επάνω σε μας.
15 Και όταν γύρισε, παίρνοντας τη βασιλεία, είπε να κληθούν κοντά του οι δούλοι εκείνοι, στους οποίους έδωσε το ασήμι, για να μάθει τι κέρδησε κάθε ένας.
16 Και ήρθε ο πρώτος, λέγοντας: Κύριε, η μνα σου κέρδησε δέκα μνες.
17 Και του είπε: Εύγε, δούλε αγαθέ· επειδή στο ελάχιστο φάνηκες πιστός, έχε εξουσία επάνω σε δέκα πόλεις.
18 Και ήρθε ο δεύτερος λέγοντας: Κύριε, η μνα σου έκανε πέντε μνες.
19 Είπε δε και σε τούτον: Κι εσύ, γίνε εξουσιαστής επάνω σε πέντε πόλεις.
20 Ήρθε και άλλος, λέγοντας: Κύριε, να! η μνα σου, που είχα φυλαγμένη μέσα σε μαντήλι·
21 επειδή, σε φοβόμουν· για τον λόγο ότι, είσαι αυστηρός άνθρωπος· παίρνεις ό,τι δεν έβαλες, και θερίζεις ό,τι δεν έσπειρες.
22 Και λέει σ' αυτόν: Από το στόμα σου θα σε κρίνω, δούλε πονηρέ· ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, παίρνοντας ό,τι δεν έβαλα, και θερίζοντας ό,τι δεν έσπειρα·
23 γιατί, λοιπόν, δεν έδωσες το ασήμι μου στην τράπεζα, ώστε εγώ μόλις ερχόμουν να το έπαιρνα μαζί με τον τόκο;
24 Και είπε στους παραβρισκόμενους: Αφαιρέστε του τη μνα, και δώστε την σ' αυτόν που έχει τις δέκα μνες.
25 (Και του είπαν: Κύριε, έχει δέκα μνες).
26 Επειδή, σας λέω, ότι σε καθέναν που έχει, θα δοθεί· από εκείνον, όμως, που δεν έχει, και ό,τι έχει, θα αφαιρεθεί απ' αυτόν.
27 Πλην, εκείνους τους εχθρούς μου, που δεν με θέλησαν να βασιλεύσω επάνω τους, φέρτε τους εδώ, και κατασφάξτε τους μπροστά μου.
28 Και αφού είπε αυτά, προχωρούσε ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα.
29 Και καθώς πλησίασε στη Βηθφαγή και στη Βηθανία, κοντά στο βουνό που αποκαλείται των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητές του,
30 λέγοντας: Πηγαίνετε στην απέναντι κωμόπολη· στην οποία μπαίνοντας θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίο δεν κάθησε ποτέ κανένας άνθρωπος· λύστε το και φέρτε το.
31 Και αν κάποιος σάς ρωτήσει: Γιατί το λύνετε; Έτσι θα πείτε σ' αυτόν, ότι: Ο Κύριος το έχει ανάγκη.
32 Και οι απεσταλμένοι πήγαν, και βρήκαν όπως τους είχε πει.
33 Και ενώ έλυναν το πουλάρι, οι ιδιοκτήτες του είπαν σ' αυτούς: Γιατί λύνετε το πουλάρι;
34 Και εκείνοι είπαν: Ο Κύριος το έχει ανάγκη.
35 Και το έφεραν στον Ιησού. Και αφού έρριξαν τα ιμάτιά τους επάνω στο πουλάρι, έβαλαν τον Ιησού και κάθησε επάνω του.
36 Και ενώ πορευόταν, έστρωναν από κάτω τα ιμάτιά τους στον δρόμο.
37 Και όταν πλησίαζε ήδη στην κατάβαση του βουνού των Ελαιών, άρχισε ολόκληρο το πλήθος των μαθητών χαίροντας να υμνούν τον Θεό μεγαλόφωνα για όλα τα θαύματα που είδαν,
38 λέγοντας: Ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλιάς στο όνομα του Κυρίου· ειρήνη στον ουρανό, και δόξα εν υψίστοις.
39 Και μερικοί από τους Φαρισαίους, μέσα από τον όχλο, του είπαν: Δάσκαλε, επίπληξε τους μαθητές σου.
40 Και αποκρινόμενος είπε σ' αυτούς: Σας λέω ότι, αν αυτοί σωπάσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν.
41 Και όταν πλησίασε, βλέποντας την πόλη, έκλαψε γι' αυτή,
42 λέγοντας: Είθε να γνώριζες κι εσύ, τουλάχιστον κατά την ημέρα σου τούτη, αυτά που αποβλέπουν για την ειρήνη σου· αλλά, τώρα, κρύφτηκαν από τα μάτια σου·
43 επειδή, θάρθουν ημέρες επάνω σου, και οι εχθροί σου θα κάνουν χαράκωμα γύρω από σένα, και θα σε περικυκλώσουν, και θα σε στενοχωρήσουν από παντού·
44 και θα σε κατεδαφίσουν, και τα παιδιά σου μέσα σε σένα, και δεν θα αφήσουν μέσα σε σένα πέτρα επάνω σε πέτρα· επειδή, δεν γνώρισες την ημέρα τής επίσκεψής σου.
45 Και μπαίνοντας μέσα στο ιερό, άρχισε να βγάζει έξω αυτούς που πουλούσαν μέσα σ' αυτό και αγόραζαν,
46 λέγοντάς τους: Είναι γραμμένο: «Ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής»· εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών».
47 Και κάθε ημέρα δίδασκε μέσα στο ιερό· οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρώτοι από τον λαό ζητούσαν να τον εξοντώσουν·
48 και δεν έβρισκαν το τι να κάνουν· επειδή, ολόκληρος ο λαός ήταν προσηλωμένος στο να τον ακούει.