Κριτές / Judges
1 ΚΑΙ οι γιοι Ισραήλ έπραξαν ξανά πονηρά μπροστά στον Κύριο· και ο Κύριος τους παρέδωσε στο χέρι των Φιλισταίων 40 χρόνια.
2 Και υπήρχε ένας άνθρωπος από τη Σαραά, από τη συγγένεια του Δαν, και το όνομά του ήταν Μανωέ· και η γυναίκα του ήταν στείρα, και δεν γεννούσε.
3 Και στη γυναίκα φάνηκε ένας άγγελος του Κυρίου, και της είπε: Δες, τώρα είσαι στείρα, και δεν γεννάς· εντούτοις, θα συλλάβεις, και θα γεννήσεις γιο·
4 και τώρα, λοιπόν, πρόσεχε μη πιεις κρασί ή σίκερα, και μη φας οτιδήποτε ακάθαρτο·
5 επειδή, να, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις γιο· και ξυράφι δεν θα ανέβει επάνω στο κεφάλι του, επειδή το παιδί θα είναι Ναζηραίος στον Θεό από την κοιλιά τής μητέρας του· κι αυτός θα αρχίσει να ελευθερώνει τον Ισραήλ από το χέρι των Φιλισταίων.
6 Και η γυναίκα πήγε και είπε στον άνδρα της, λέγοντας: Ένας άνθρωπος του Θεού ήρθε σε μένα, και η μορφή του ήταν σαν μορφή αγγέλου Θεού, υπερβολικά φοβερή· αλλά, δεν τον ρώτησα από πού είναι ούτε μου φανέρωσε το όνομά του·
7 και μου είπε: Δες, θα συλλάβεις, και θα γεννήσεις γιο· τώρα, λοιπόν, μη πιεις κρασί ούτε σίκερα και ούτε να φας οτιδήποτε ακάθαρτο· επειδή, το παιδί θα είναι Ναζηραίος στον Θεό, από την κοιλιά τής μητέρας του μέχρι την ημέρα του θανάτου του.
8 Τότε, ο Μανωέ προσευχήθηκε στον Κύριο, και είπε: Παρακαλώ, Κύριέ μου, ο άνθρωπος του Θεού, που έστειλες, ας ξανάρθει σε μας, και ας μας διδάξει τι να κάνουμε στο παιδί, που πρόκειται να γεννηθεί.
9 Και ο Θεός εισάκουσε τη φωνή του Μανωέ· και ο άγγελος του Θεού ήρθε ξανά στη γυναίκα, ενώ αυτή καθόταν στο χωράφι· και ο Μανωέ, ο άνδρας της, δεν ήταν μαζί της.
10 Και η γυναίκα έτρεξε με βιασύνη, και ανήγγειλε στον άνδρα της, λέγοντάς του: Δες, φάνηκε σε μένα ο άνθρωπος, που είχε έρθει σε μένα εκείνη την ημέρα.
11 Και ο Μανωέ σηκώθηκε και ακολούθησε τη γυναίκα του, και ήρθε στον άνθρωπο, και του είπε: Εσύ είσαι ο άνθρωπος που μίλησες προς τη γυναίκα; Κι εκείνος είπε: Εγώ.
12 Και ο Μανωέ είπε: Τώρα, ο λόγος σου ας πραγματοποιηθεί· τι πρέπει να κάνουμε στο παιδί, και τι να γίνει σ' αυτό;
13 Και ο άγγελος του Κυρίου είπε στον Μανωέ: Από όλα όσα είπα στη γυναίκα, ας φυλαχθεί·
14 από κάθε τι που βγαίνει από αμπέλι, ας μη φάει, και κρασί και σίκερα ας μη πιει· και ας μη φάει οτιδήποτε ακάθαρτο· όλα όσα παρήγγειλα σ' αυτή, ας τα φυλάξει.
15 Και ο Μανωέ είπε στον άγγελο του Κυρίου: Να σε κρατήσουμε, παρακαλώ, και να σου ετοιμάσουμε ένα κατσικάκι;
16 Και ο άγγελος του Κυρίου είπε στον Μανωέ: Και αν με κρατήσεις, δεν θα φάω από το ψωμί σου· και αν κάνεις ολοκαύτωμα, στον Κύριο να το προσφέρεις· (επειδή, ο Μανωέ δεν γνώρισε ότι ήταν άγγελος του Κυρίου).
17 Και ο Μανωέ είπε στον άγγελο του Κυρίου: Τι είναι το όνομά σου, για να σε δοξάσουμε, όταν εκπληρωθεί ο λόγος σου;
18 Και ο άγγελος του Κυρίου τού είπε: Γιατί ρωτάς για το όνομά μου; Επειδή, είναι θαυμαστό.
19 Τότε, ο Μανωέ πήρε ένα κατσικάκι και την προσφορά από άλφιτα, και πρόσφερε στον Κύριο επάνω στην πέτρα· και θαυματούργησε· και ο Μανωέ και η γυναίκα του έβλεπαν.
20 Επειδή, ενώ η φλόγα ανέβαινε επάνω από το θυσιαστήριο προς τον ουρανό, ανέβηκε και ο άγγελος του Κυρίου μέσα στη φλόγα τού θυσιαστηρίου· και ο Μανωέ και η γυναίκα του έβλεπαν· και έπεσαν μπρούμυτα επάνω στη γη.
21 Και ο άγγελος του Κυρίου δεν φάνηκε πλέον στον Μανωέ και στη γυναίκα του. Τότε, ο Μανωέ γνώρισε ότι ήταν άγγελος του Κυρίου.
22 Και ο Μανωέ είπε στη γυναίκα του: Σίγουρα θα πεθάνουμε, επειδή είδαμε τον Θεό.
23 Αλλ' η γυναίκα του είπε σ' αυτόν: Αν ο Κύριος ήθελε να μας θανατώσει, δεν θα δεχόταν ολοκαύτωμα και προσφορά από το χέρι μας ούτε θα μας έδειχνε όλα αυτά ούτε θα μας έφερνε την αγγελία για τέτοια πράγματα σε τέτοιον καιρό.
24 Και η γυναίκα γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Σαμψών· και το παιδί αυξήθηκε, και ο Κύριος το ευλόγησε.
25 Και Πνεύμα Κυρίου άρχισε να το διεγείρει στο στρατόπεδο του Δαν, ανάμεσα στη Σαραά και την Εσθαόλ.