Κριτές / Judges
1 ΚΑΙ ο Αβιμέλεχ, ο γιος τού Ιεροβάαλ, πήγε στη Συχέμ, στους αδελφούς τής μητέρας του, και είπε σ' αυτούς και σε όλη τη συγγένεια της οικογένειας του πατέρα τής μητέρας του, λέγοντας:
2 Μιλήστε, παρακαλώ, σε επήκοο όλων των ανδρών τής Συχέμ, τι είναι καλύτερο σε σας, να άρχουν επάνω σας όλοι οι γιοι τού Ιεροβάαλ, 70 άνδρες ή να άρχει επάνω σας ένας και μόνος; Και θυμηθείτε ότι κόκαλό σας και σάρκα σας είμαι.
3 Και οι αδελφοί τής μητέρας του μίλησαν γι' αυτόν σε επήκοον όλων των ανδρών τής Συχέμ όλα αυτά τα λόγια· και έκλινε η καρδιά τους πίσω από τον Αβιμέλεχ· επειδή, είπαν: Αδελφός μας είναι.
4 Και του έδωσαν 70 αργύρια από τον οίκο τού Βάαλ-βερίθ, και μ' αυτά ο Αβιμέλεχ μίσθωσε ποταπούς και θρασείς άνδρες και τον ακολούθησαν.
5 Και μπήκε στον οίκο τού πατέρα του στην Οφρά, και θανάτωσε τους αδελφούς του, τους γιους τού Ιεροβάαλ, 70 άνδρες, επάνω σε μια πέτρα· εναπέμεινε, όμως, ο Ιωθάμ, ο νεότερος γιος τού Ιεροβάαλ, επειδή κρύφτηκε.
6 Και συγκεντρώθηκαν όλοι οι άνδρες τής Συχέμ και όλη η οικογένεια του Μιλλώ, και καθώς ήρθαν έκαναν τον Αβιμέλεχ βασιλιά, κοντά στη βελανιδιά, που στέκεται στη Συχέμ.
7 Και όταν αυτό αναγγέλθηκε στον Ιωθάμ, πήγε και στάθηκε επάνω στην κορυφή τού βουνού Γαριζίν και ύψωσε τη φωνή του και βόησε και τους είπε: Ακούστε με, άνδρες τής Συχέμ, και θα σας ακούσει ο Θεός.
8 Πήγαν κάποτε τα δέντρα να χρίσουν επάνω τους βασιλιά· και είπαν στην ελιά: Γίνε βασιλιάς επάνω σε μας.
9 Αλλ' η ελιά τούς είπε: Να αφήσω εγώ το πάχος μου, με το οποίο τιμούνται ο Θεός και οι άνθρωποι, και να πάω να άρχω επάνω σε δέντρα;
10 Και τα δέντρα είπαν στη συκιά: Έλα εσύ, γίνε βασιλιάς επάνω σε μας.
11 Αλλ' η συκιά τούς είπε: Να αφήσω τη γλυκύτητά μου και τον καλό μου καρπό και να πάω να άρχω επάνω σε δέντρα;
12 Και τα δέντρα είπαν στην άμπελο: Έλα εσύ, γίνε βασιλιάς επάνω σε μας.
13 Και η άμπελος τους είπε: Να αφήσω το κρασί μου, που ευφραίνει Θεό και ανθρώπους και να πάω να άρχω επάνω σε δέντρα;
14 Τότε, όλα τα δέντρα είπαν στην αγκαθιά: Έλα εσύ, γίνε βασιλιάς επάνω σε μας.
15 Και η αγκαθιά είπε στα δέντρα: Αν στ' αλήθεια εσείς με χρίετε βασιλιά επάνω σε σας, ελάτε και ζητήστε καταφύγιο κάτω από τη σκιά μου· διαφορετικά, φωτιά να βγει από την αγκαθιά και να καταφάει τους κέδρους του Λιβάνου!
16 Τώρα, λοιπόν, αν ενεργήσατε με αλήθεια και ακεραιότητα, κάνοντας βασιλιά τον Αβιμέλεχ, και αν φερθήκατε καλά στον Ιεροβάαλ και στην οικογένειά του, και αν κάνατε σ' αυτόν σύμφωνα με την αξία των χεριών του,
17 (επειδή, ο πατέρας μου πολέμησε για σας και ριψοκινδύνευσε τη ζωή του και σας έσωσε από το χέρι τού Μαδιάμ·
18 κι εσείς σηκωθήκατε σήμερα ενάντια στην οικογένεια του πατέρα μου και θανατώσατε τους γιους του, 70 άνδρες, επάνω σε μία πέτρα, και κάνατε τον Αβιμέλεχ, τον γιο τής δούλης του, βασιλιά επάνω σε όλους τους άνδρες τής Συχέμ, επειδή είναι αδελφός σας)·
19 αν, λοιπόν, ενεργήσατε σήμερα με αλήθεια και ακεραιότητα, απέναντι στον Ιεροβάαλ και στην οικογένειά του, να χαίρεστε στον Αβιμέλεχ, κι αυτός ας χαίρεται σε σας!
20 Διαφορετικά, να βγει φωτιά από τον Αβιμέλεχ, και να καταφάει τούς άνδρες τής Συχέμ και την οικογένεια του Μιλλώ· και φωτιά να βγει από τους άνδρες τής Συχέμ και από την οικογένεια του Μιλλώ και να καταφάει τον Αβιμέλεχ!
21 Τότε, ο Ιωθάμ έφυγε με βιασύνη και πήγε στη Βηρ και κατοίκησε εκεί, εξαιτίας του φόβου τού Αβιμέλεχ τού αδελφού του.
22 Και ο Αβιμέλεχ βασίλευσε επάνω στον Ισραήλ τρία χρόνια.
23 Και ο Θεός έστειλε ένα πονηρό πνεύμα ανάμεσα στον Αβιμέλεχ και τους άνδρες τής Συχέμ· και οι άνδρες τής Συχέμ στασίασαν ενάντια στον Αβιμέλεχ·
24 για νάρθει η αδικία των 70 γιων τού Ιεροβάαλ, και νάρθει το αίμα τους επάνω στον Αβιμέλεχ, τον αδελφό τους, που τους θανάτωσε, κι επάνω στους άνδρες τής Συχέμ, που ενίσχυσαν τα χέρια του, για να θανατώσει τους αδελφούς του.
25 Και οι άνδρες τής Συχέμ έβαλαν ενέδρες εναντίον του στις κορυφές των βουνών και γύμνωναν όλους εκείνους που περνούσαν κοντά τους, από τον δρόμο· και το πράγμα αναγγέλθηκε στον Αβιμέλεχ.
26 Και ήρθε ο Γαάλ, ο γιος τού Εβέδ, και οι αδελφοί του, και διάβηκαν στη Συχέμ και εμπιστεύθηκαν σ' αυτόν οι άνδρες τής Συχέμ.
27 Και βγήκαν στα χωράφια και τρύγησαν τις αμπέλους τους και πάτησαν σταφύλια και ήρθαν σε ευθυμία και πήγαν στον οίκο τού θεού τους και έφαγαν και ήπιαν και καταράστηκαν τον Αβιμέλεχ.
28 Και ο Γαάλ, ο γιος τού Εβέδ, είπε: Ποιος είναι ο Αβιμέλεχ, και ποια είναι η Συχέμ, ώστε να δουλεύουμε σ' αυτόν; Δεν είναι αυτός ο γιος τού Ιεροβάαλ; Και ο Ζεβούλ ο επιστάτης του; Δουλέψτε στους άνδρες τού Εμμώρ, του πατέρα τού Συχέμ· και γιατί εμείς να δουλεύουμε σ' εκείνον;
29 Είθε αυτός ο λαός να δινόταν κάτω από το χέρι μου! Τότε, θα έδιωχνα τον Αβιμέλεχ. Και είπε στον Αβιμέλεχ. Πλήθυνε τον στρατό σου και να βγες.
30 Και ο Ζεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, άκουσε τα λόγια τού Γαάλ, του γιου τού Εβέδ, και ο θυμός του άναψε·
31 και έστειλε μηνυτές στον Αβιμέλεχ, κρυφά, λέγοντας: Δες, ο Γαάλ, ο γιος τού Εβέδ, και οι αδελφοί του, ήρθαν στη Συχέμ· και δες, αυτοί διεγείρουν την πόλη εναντίον σου·
32 γι' αυτό, λοιπόν, σήκω τη νύχτα, εσύ και ο λαός, που είναι μαζί σου, και βάλε ενέδρες στα χωράφια·
33 και το πρωί, μόλις ανατείλει ο ήλιος, θα σηκωθείς ενωρίς και θα εφορμήσεις επάνω στην πόλη· και δες, αυτός και ο λαός, που είναι μαζί του, θα βγουν εναντίον σου και εσύ θα κάνεις σ' αυτόν όπως μπορείς.
34 Και ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα, και όλος ο λαός, που ήταν μαζί του, και έβαλαν ενέδρα ενάντια στη Συχέμ τέσσερα σώματα.
35 Και ο Γαάλ, ο γιος τού Εβέδ, βγήκε και στάθηκε στην είσοδο της πύλης τής πόλης· και σηκώθηκε ο Αβιμέλεχ, και ο λαός που ήταν μαζί του, από την ενέδρα.
36 Και όταν ο Γαάλ είδε τον λαό, είπε στον Ζεβούλ: Δες, κατεβαίνει λαός από τις κορυφές των βουνών. Και ο Ζεβούλ τού είπε: Τη σκιά των βουνών βλέπεις εσύ για άνδρες.
37 Και πάλι ο Γαάλ μίλησε και είπε: Να, κατεβαίνει λαός από τα ψηλά τού τόπου και ένα σώμα έρχεται μέσα από τον δρόμο τής βελανιδιάς Μεωνενίμ.
38 Τότε, ο Ζεβούλ τού είπε: Πού είναι τώρα το στόμα σου με το οποίο είπες: Ποιος είναι ο Αβιμέλεχ, ώστε να τον δουλεύουμε; Δεν είναι αυτός ο λαός, που εξουθένωσες; Βγες, λοιπόν, τώρα και πολέμησέ τους.
39 Και ο Γαάλ βγήκε μπροστά από τους άνδρες τής Συχέμ και πολέμησε με τον Αβιμέλεχ·
40 Και ο Αβιμέλεχ τον καταδίωξε και έφυγε από μπροστά του και πολλοί έπεσαν τραυματισμένοι μέχρι την είσοδο της πύλης.
41 Και ο Αβιμέλεχ κάθησε στην Αρουμά· και ο Ζεβούλ έβγαλε τον Γαάλ και τους αδελφούς του, για να μη κατοικούν στη Συχέμ.
42 Και την επόμενη ημέρα ο λαός βγήκε στην πεδιάδα· και το πράγμα αναγγέλθηκε στον Αβιμέλεχ.
43 Τότε, πήρε τον λαό και τον χώρισε σε τρία σώματα και έβαλε ενέδρες στην πεδιάδα· και είδε, και να, ο λαός έβγαινε από την πόλη· και σηκώθηκε εναντίον τους και τους χτύπησε.
44 Και ο Αβιμέλεχ και το σώμα, που ήταν μαζί του, εφόρμησαν και στάθηκαν στην είσοδο της πύλης τής πόλης· ενώ τα άλλα δύο σώματα εφόρμησαν σε όλους εκείνους που ήσαν στα χωράφια και τους χτύπησαν.
45 Και ο Αβιμέλεχ πολεμούσε ενάντια στην πόλη όλη εκείνη την ημέρα· και κυρίευσε την πόλη και φόνευσε τον λαό που ήταν μέσα σ' αυτή και κατέσκαψε την πόλη και την έσπειρε με αλάτι.
46 Και όταν αυτό το άκουσαν όλοι οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ, μπήκαν στο οχύρωμα του οίκου τού θεού Βερίθ.
47 Και αναγγέλθηκε το πράγμα στον Αβιμέλεχ, ότι συγκεντρώθηκαν όλοι οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ.
48 Και ο Αβιμέλεχ ανέβηκε στο βουνό Σαλμών, αυτός και όλος ο λαός που ήταν μαζί του· και ο Αβιμέλεχ πήρε την αξίνη στο χέρι του και έκοψε ένα κλαδί δέντρου και το σήκωσε και το έβαλε επάνω στους ώμους του και είπε στον λαό που ήταν μαζί του: Ό,τι βλέπετε εμένα να κάνω, βιαστείτε κι εσείς να κάνετε όπως εγώ.
49 Έκοψε, λοιπόν, και όλος ο λαός, κάθε ένας το δικό του κλαδί, και ακολουθώντας τον Αβιμέλεχ, τα έβαλαν επάνω στο οχύρωμα, και κατέκαψαν το οχύρωμα με φωτιά επάνω τους· και οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ πέθαναν όλοι μαζί, μέχρι 1.000 άνδρες και γυναίκες.
50 Τότε, ο Αβιμέλεχ πήγε στη Θαιβαίς· και στρατοπέδευσε ενάντια στη Θαιβαίς και την κυρίευσε.
51 Αλλά υπήρχε ένας ισχυρός πύργος στο μέσον τής πόλης, και κατέφυγαν εκεί όλοι, άνδρες και γυναίκες, και όλοι οι κάτοικοι της πόλης και έκλεισαν πίσω τους, και ανέβηκαν στην ταράτσα τού πύργου.
52 Και ο Αβιμέλεχ πήγε μέχρι τον πύργο και τον πολεμούσε και πλησίασε μέχρι τη θύρα τού πύργου για να τον κάψει με φωτιά.
53 Και μια γυναίκα έρριξε ένα κομμάτι μυλόπετρας επάνω στο κεφάλι τού Αβιμέλεχ και σύντριψε το κρανίο του.
54 Και φώναξε γρήγορα στον νέο τον οπλοφόρο του και του είπε: Βγάλε τη μάχαιρά σου και θανάτωσέ με, για να μη πουν για μένα: Τον σκότωσε μια γυναίκα. Και ο νέος του τον διατρύπησε με τη μάχαιρα και πέθανε.
55 Και όταν οι άνδρες Ισραήλ είδαν ότι πέθανε ο Αβιμέλεχ, αναχώρησε κάθε ένας στον τόπο του.
56 Έτσι ανταπέδωσε ο Θεός την κακία τού Αβιμέλεχ, που έκανε στον πατέρα του, φονεύοντας τους 70 αδελφούς του.
57 Και όλη την κακία των ανδρών τής Συχέμ, ο Θεός ανταπέδωσε επάνω στα κεφάλια τους· και ήρθε σ' αυτούς η κατάρα τού Ιωθάμ, του γιου τού Ιεροβάαλ.