Κριτές / Judges
1 ΤΟΤΕ, ο Ιεροβάαλ (που είναι ο Γεδεών) σηκώθηκε πρωί, και ολόκληρος ο λαός, που ήταν μαζί του, και στρατοπεύδευσαν κοντά στην πηγή Αρώδ· και το στρατόπεδο των Μαδιανιτών ήταν κατά το βόρειο μέρος τους, προς τον λόφο Μορέχ, στην κοιλάδα.
2 Και ο Κύριος είπε στον Γεδεών: Πολύς είναι ο λαός που βρίσκεται μαζί σου, για να παραδώσω τους Μαδιανίτες στο χέρι του, μήπως ο Ισραήλ καυχηθεί εναντίον μου, λέγοντας: Το χέρι μου με έσωσε·
3 τώρα, λοιπόν, κήρυξε σε επήκοον του λαού, λέγοντας: Όποιος είναι δειλός και έχει φόβο, ας γυρίσει, και ας φύγει γρήγορα από το βουνό Γαλαάδ. Και γύρισαν από τον λαό 22.000· και έμειναν 10.000.
4 Και ο Κύριος είπε στον Γεδεών: Ο λαός είναι ακόμα πολύς· κατέβασέ τους κάτω στο νερό, και εκεί θα τους ξεκαθαρίσω για σένα· και για όποιον σου πω: Αυτός θάρθει μαζί σου, αυτός θάρθει μαζί σου· και για όποιον σου πω: Αυτός δεν θάρθει μαζί σου, αυτός δεν θάρθει μαζί σου.
5 Και κατέβασε τον λαό στο νερό· και ο Κύριος είπε στον Γεδεών: Κάθε ένας που θα πίνει με τη γλώσσα του από το νερό, όπως πίνει ο σκύλος, αυτόν θα τον στήσεις χωριστά· και καθένας που θα λυγίσει τα γόνατά του για να πιει.
6 Και ο αριθμός εκείνων που έπιναν με το χέρι τους προς το στόμα τους, ήταν 300 άνδρες· ολόκληρο, όμως, το υπόλοιπο του λαού λύγισε τα γονατά τους για να πιουν νερό.
7 Και ο Κύριος είπε στον Γεδεών: Με τους 300 αυτούς άνδρες, που ήπιαν με τη γλώσσα τους θα σας σώσω, και θα παραδώσω τους Μαδιανίτες στο χέρι σου· ολόκληρο δε το υπόλοιπο του λαού ας πάνε κάθε ένας στο σπίτι του.
8 Ο λαός, λοιπόν, πήρε στα χέρια τους τις τροφές, και τις σάλπιγγές τους· και έδιωξε ολόκληρο το υπόλοιπο του Ισραήλ, τον καθέναν στη σκηνή του, και κράτησε τους 300 άνδρες. Και το στρατόπεδο του Μαδιάμ ήταν από κάτω τους στην κοιλάδα.
9 Και την ίδια νύχτα, ο Κύριος του είπε: Σήκω, κατέβα στο στρατόπεδο· επειδή, το παρέδωσα στο χέρι σου·
10 αν, όμως, φοβάσαι να κατέβεις, κατέβα εσύ και ο δούλος σου ο Φουρά στο στρατόπεδο·
11 και θα ακούσεις τι λένε· και ύστερα απ' αυτά θα δυναμώσουν τα χέρια σου, και θα κατέβεις στο στρατόπεδο. Και κατέβηκε, αυτός μαζί με τον δούλο του τον Φουρά, μέχρι την προφυλακή τού στρατοπέδου.
12 Και ο Μαδιάμ, και ο Αμαλήκ, και όλοι οι κάτοικοι της ανατολής ήσαν απλωμένοι στην κοιλάδα σαν ακρίδες κατά το πλήθος· και οι καμήλες τους ήσαν αναρίθμητες σαν την άμμο κοντά στην άκρη τής θάλασσας κατά το πλήθος.
13 Και όταν ήρθε ο Γεδεών, ξάφνου, ένας άνθρωπος διηγείτο στον διπλανό του ένα όνειρο και του έλεγε: Δες, ονειρεύτηκα ένα όνειρο, και να, ένα ψωμάκι κρίθινο είδα να κυλιέται στο στρατόπεδο του Μαδιάμ, ήρθε στις σκηνές, και τις χτύπησε, και έπεσαν· και τις ανέτρεψε, και έπεσαν οι σκηνές.
14 Και ο διπλανός του απάντησε, και είπε: Αυτό δεν είναι παρά η ρομφαία τού Γεδεών, του γιου του Ιωάς, άνδρα Ισραηλίτη· ο Θεός παρέδωσε στο χέρι του τον Μαδιάμ, και ολόκληρο το στρατόπεδο.
15 Και καθώς ο Γεδεών άκουσε τη διήγηση του ονείρου, και την εξήγησή του, προσκύνησε, και γύρισε στο στρατόπεδο του Ισραήλ, και είπε: Σηκωθείτε· επειδή, ο Κύριος παρέδωσε στο χέρι σας το στρατόπεδο του Μαδιάμ.
16 Και χώρισε τους 300 άνδρες σε τρία σώματα, και στα χέρια όλων αυτών έδωσε σάλπιγγες και αδειανές στάμνες, και λαμπάδες μέσα στις στάμνες.
17 Και τους είπε: Κοιτάζετε σε μένα, και κάντε το ίδιο· και δέστε, όταν εγώ φτάσω στην άκρη τού στρατοπέδου, όπως θα κάνω εγώ, έτσι θα κάνετε κι εσείς·
18 όταν σαλπίσω με τη σάλπιγγα, εγώ και όλοι αυτοί που είναι μαζί μου, τότε θα σαλπίσετε κι εσείς με τις σάλπιγγες γύρω από όλο το στρατόπεδο, και θα πείτε: Η ρομφαία τού Κυρίου και του Γεδεών.
19 Ο Γεδεών, λοιπόν, και οι 100 άνδρες που ήσαν μαζί του, ήρθαν στην άκρη τού στρατοπέδου, μόλις άρχιζε περίπου η μεσαία βάρδια· μόλις είχαν βάλει φύλακες· και σάλπισαν με τις σάλπιγγες, και έσπασαν τις στάμνες που είχαν στα χέρια τους.
20 Και τα τρία σώματα σάλπισαν με τις σάλπιγγες, και έσπασαν τις στάμνες, και στα αριστερά τους χέρια κρατούσαν τις λαμπάδες, και στα δεξιά τους χέρια τις σάλπιγγες για να σαλπίζουν· και φώναζαν: Η ρομφαία του Κυρίου και του Γεδεών.
21 Και κάθε ένας στάθηκε στη θέση του ολόγυρα στο στρατόπεδο· και ολόκληρος ο στρατός έτρεχε, και φώναζε, και έφευγε.
22 Και οι 300 σάλπισαν με τις σάλπιγγές τους· και ο Κύριος έστρεψε τη ρομφαία τού καθενός ενάντια στον διπλανό του σε ολόκληρο το στρατόπεδο· και ο στρατός έφυγε στη Βαιθ-ασεττά προς τη Ζερεράθ, μέχρι την άκρη τού Αβέλ-μεολά προς την Ταβάθ.
23 Και οι άνδρες Ισραήλ, από τον Νεφθαλί, και από τον Ασήρ, και από ολόκληρο τον Μανασσή, συγκεντρώθηκαν και καταδίωξαν πίσω από τον Μαδιάμ.
24 Και ο Γεδεών έστειλε μηνυτές σε όλο το βουνό τού Εφραϊμ, λέγοντας: Κατεβείτε για να συναντήσετε τον Μαδιάμ, και να προκαταλάβετε τα νερά πριν απ' αυτούς, μέχρι τη Βαιθ-βαρά και τον Ιορδάνη. Τότε, όλοι οι άνδρες τού Εφραϊμ συγκεντρώθηκαν, και προκατέλαβαν τα νερά μέχρι τη Βαιθ-βαρά και τον Ιορδάνη.
25 Και έπιασαν δύο αρχηγούς τού Μαδιάμ, τον Ωρήβ, και τον Ζηβ· και τον Ωρήβ τον θανάτωσαν επάνω στον βράχο Ωρήβ, και τον Ζηβ τον θανάτωσαν επάνω στον ληνό Ζηβ· και καταδίωξαν τον Μαδιάμ, και έφεραν το κεφάλι τού Ωρήβ και του Ζηβ στον Γεδεών από την πέρα πλευρά τού Ιορδάνη.