Κριτές / Judges
1 ΥΠΗΡΧΕ ένας άνθρωπος από το βουνό Εφραϊμ, και το όνομά του ήταν Μιχαίας.
2 Και είπε στη μητέρα του: Τα 1.100 αργύρια, που αφαιρέθηκαν από σένα, για τα οποία κι εσύ καταράστηκες, και μάλιστα μίλησες στα αυτιά μου, δες, το ασήμι βρίσκεται σε μένα· εγώ το πήρα. Η δε μητέρα του είπε: Ευλογημένος να είσαι, γιε μου, από τον Κύριο.
3 Και επέστρεψε τα 1.100 αργύρια στη μητέρα του, και η μητέρα του είπε: Αφιέρωσα αυτό το ασήμι ως αφιέρωμα στον Κύριο από το χέρι μου, υπέρ του γιου μου, για να κάνει ένα γλυπτό και χωνευτό· και, τώρα, θα το επιστρέψω σε σένα.
4 Κι αυτός επέστρεψε το ασήμι στη μητέρα του· η μητέρα του, όμως, παίρνοντας 200 αργύρια, τα έδωσε στον χωνευτή, ο οποίος έκανε απ' αυτά ένα γλυπτό και χωνευτό· και ήσαν στο σπίτι τού Μιχαία.
5 Και ο άνθρωπος, ο Μιχαίας, είχε έναν οίκο θεού, και έκανε ένα εφόδ και θεραφείμ· και καθιέρωσε έναν από τους γιους του, και έγινε σ' αυτόν ιερέας.
6 Σ' εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ· κάθε ένας έκανε ό,τι φαινόταν σ' αυτόν σωστό.
7 Και υπήρχε ένας νέος από τη Βηθλεέμ-Ιούδα, από τη φυλή Ιούδα, που ήταν Λευίτης, και παροικούσε εκεί.
8 Και αναχώρησε ο άνθρωπος από την πόλη Βηθλεέμ-Ιούδα, για να παροικήσει όπου βρει· και ήρθε στο βουνό Εφραϊμ, μέχρι το σπίτι τού Μιχαία, ακολουθώντας τον δρόμο του.
9 Και ο Μιχαίας τού είπε: Από πού έρχεσαι; Κι εκείνος τού είπε: Εγώ είμαι Λευίτης από τη Βηθλεέμ-Ιούδα, και πηγαίνω να παροικήσω όπου βρω.
10 Και ο Μιχαίας τού είπε: Κάθησε μαζί μου, και γίνε σε μένα πατέρας και ιερέας, κι εγώ θα σου δίνω δέκα αργύρια κάθε χρόνο, και στολή, και το φαγητό σου. Και ο Λευίτης μπήκε μέσα στο σπίτι του.
11 Και ευχαριστιόταν ο Λευίτης να κατοικεί μαζί με τον άνθρωπο· και ο νέος τού ήταν σαν ένας από τους γιους του.
12 Και ο Μιχαίας καθιέρωσε τον Λευίτη· και ο νέος έγινε σ' αυτόν ιερέας, και έμενε στο σπίτι τού Μιχαία.
13 Τότε ο Μιχαίας είπε: Τώρα γνωρίζω ότι ο Κύριος θα με αγαθοποιήσει, επειδή έχω έναν Λευίτη για ιερέα.