Γένεση / Genesis
1 ΚΑΙ ο Κύριος επισκέφθηκε τη Σάρρα, καθώς είχε πει· και ο Κύριος έκανε στη Σάρρα καθώς είχε μιλήσει.
2 Και η Σάρρα συνέλαβε, και γέννησε στον Αβραάμ έναν γιο στα γηρατειά του· κατά την εποχή, που του είχε πει ο Θεός.
3 Και ο Αβραάμ αποκάλεσε το όνομα αυτού του γιου, που γεννήθηκε σ' αυτόν, τον οποίο η Σάρρα γέννησε σ' αυτόν, Ισαάκ.
4 Και ο Αβραάμ έκανε περιτομή στον γιο του τον Ισαάκ την όγδοη ημέρα, καθώς τον είχε προστάξει ο Θεός.
5 Και ο Αβραάμ ήταν 100 χρόνων, όταν γεννήθηκε σ' αυτόν ο γιος του ο Ισαάκ.
6 Και η Σάρρα είπε: Ο Θεός με έκανε να γελάω· όποιος ακούσει, θα γελάει μαζί μου.
7 Και είπε: Ποιος θα έλεγε στον Αβραάμ, ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά; Επειδή, γέννησα γιο στα γηρατειά μου.
8 Και το παιδί μεγάλωσε, και απογαλακτίστηκε· και ο Αβραάμ έκανε μεγάλο συμπόσιο, την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ.
9 Και η Σάρρα είδε τον γιο τής Άγαρ τής Αιγύπτιας, που γέννησε στον Αβραάμ, να περιγελάει τον Ισαάκ.
10 Και είπε στον Αβραάμ: Διώξε αυτή τη δούλη και τον γιο της· επειδή, δεν θα κληρονομήσει ο γιος αυτής της δούλης μαζί με τον γιο μου, τον Ισαάκ.
11 Και το πράγμα φάνηκε υπερβολικά σκληρό στα μάτια τού Αβραάμ, για τον γιο του.
12 Και ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Ας μη φανεί σκληρό στα μάτια σου για το παιδί, και για τη δούλη σου· σε όλα όσα σου πει η Σάρρα, να ακούσεις τα λόγια της· επειδή, στον Ισαάκ θα κληθεί σπέρμα σε σένα·
13 και τον γιο τής δούλης θα τον καταστήσω έθνος· επειδή, είναι σπέρμα σου.
14 Και αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε ψωμιά, και ένα ασκί με νερό, και τα έδωσε στην Άγαρ, βάζοντάς τα επάνω στον ώμο της· και το παιδί, και την έδιωξε. Κι εκείνη, καθώς αναχώρησε, περιπλανιόταν στην έρημο Βηρ-σαβεέ.
15 Και αφού τέλειωσε το νερό από το ασκί, έρριξε το παιδί κάτω από έναν θάμνο·
16 και αφού ήρθε κάθησε απέναντι, σε απόσταση μέχρι βολής ενός τόξου· επειδή, είπε: Να μη δω τον θάνατο του παιδιού. Και κάθησε απέναντι και ύψωσε τη φωνή της, και έκλαψε.
17 Και ο Θεός εισάκουσε τη φωνή τού παιδιού· και ένας άγγελος του Θεού φώναξε από τον ουρανό στην Άγαρ, και της είπε: Τι έχεις, Άγαρ; Μη φοβάσαι· επειδή, ο Θεός άκουσε τη φωνή τού παιδιού από τον τόπο όπου βρίσκεται·
18 σήκω, πάρε το παιδί, και κράτα το με το χέρι σου· επειδή, θα το καταστήσω μεγάλο έθνος.
19 Και ο Θεός άνοιξε τα μάτια της, και σαν είδε ένα πηγάδι με νερό, πήγε και γέμισε το ασκί με νερό, και πότισε το παιδί.
20 Και ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί, και μεγάλωσε, και κατοίκησε στην έρημο και έγινε τοξότης.
21 Και κατοίκησε στην έρημο Φαράν· και η μητέρα του πήρε σ' αυτόν μία γυναίκα από τη γη τής Αιγύπτου.
22 ΚΑΙ κατά τον καιρό εκείνο ο Αβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγο της δύναμής του, είπε στον Αβραάμ, λέγοντας: Ο Θεός είναι μαζί σου σε όλα όσα κάνεις·
23 τώρα, λοιπόν, να μου ορκιστείς στον Θεό, εδώ, ότι δεν θα φανείς ψεύτης σε μένα ούτε στον γιο μου ούτε στα εγγόνια μου· αλλά, σύμφωνα με το έλεος που έκανα σε σένα θα κάνεις κι εσύ σε μένα, και στη γη όπου παροίκησες.
24 Και ο Αβραάμ είπε: Εγώ θα ορκιστώ.
25 Και ο Αβραάμ έλεγξε τον Αβιμέλεχ για το πηγάδι τού νερού, που άρπαξαν οι δούλοι τού Αβιμέλεχ.
26 Και ο Αβιμέλεχ είπε: Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα· ούτε κι εσύ μου το φανέρωσες και ούτε εγώ άκουσα γι' αυτό, παρά σήμερα.
27 Και ο Αβραάμ παίρνοντας πρόβατα, και βόδια, έδωσε στον Αβιμέλεχ· και έκαναν και οι δύο συνθήκη.
28 Και ο Αβραάμ έβαλε κατά μέρος επτά θηλυκά αρνιά τού ποιμνίου.
29 Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: Τι είναι τούτα τα επτά θηλυκά αρνιά, που έβαλες κατά μέρος;
30 Κι εκείνος είπε: Ότι αυτά τα επτά θηλυκά αρνιά θα πάρεις από το χέρι μου, για να είναι σε μένα ως μαρτυρία ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι.
31 Γι' αυτό, ονόμασε εκείνο τον τόπο Βηρ-σαβεέ· επειδή, εκεί ορκίστηκαν και οι δύο.
32 Και έκαναν συνθήκη στη Βηρ-σαβεέ. Και σηκώθηκε ο Αβιμέλεχ, και ο Φιχόλ, ο αρχιστράτηγος της δύναμής του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων.
33 Και ο Αβραάμ φύτεψε έναν δρυμό στη Βηρ-σαβεέ· και επικαλέστηκε εκεί το όνομα του Κυρίου, του αιώνιου Θεού.
34 Και ο Αβραάμ παροίκησε στη γη των Φιλισταίων πολλές ημέρες.