Γένεση / Genesis
1 ΚΑΙ καθώς ο Ιακώβ σήκωσε τα μάτια του, είδε· και να, ερχόταν ο Ησαύ, και μαζί του 400 άνδρες· και ο Ιακώβ μοίρασε τα παιδιά στη Λεία, και στη Ραχήλ, και στις δύο υπηρέτριες.
2 Και τις μεν υπηρέτριες και τα παιδιά τους, έβαλε μπροστά, τη Λεία όμως και τα παιδιά της, κατόπιν, και τη Ραχήλ και τον Ιωσήφ, τελευταίους.
3 Κι αυτός πέρασε μπροστά τους, και προσκύνησε μέχρις εδάφους επτά φορές, ωσότου να πλησιάσει στον αδελφό του.
4 Και ο Ησαύ έτρεξε σε συνάντησή του, και τον αγκάλιασε, και έπεσε στον τράχηλό του, και τον καταφίλησε· και έκλαψαν.
5 Και καθώς σήκωσε τα μάτια είδε τις γυναίκες και τα παιδιά· και είπε: Τι σου είναι αυτοί; Κι εκείνος είπε: Τα παιδιά, που ο Θεός χάρισε στον δούλο σου.
6 Τότε, πλησίασαν οι υπηρέτριες, αυτές και τα παιδιά τους, και προσκύνησαν·
7 παρόμοια, πλησίασαν και η Λεία και τα παιδιά της, και προσκύνησαν· και ύστερα απ' αυτά, πλησίασαν ο Ιωσήφ και η Ραχήλ, και προσκύνησαν.
8 Και είπε: Προς τι ολόκληρο αυτό το στρατόπεδό σου, που συνάντησα; Κι εκείνος είπε: Για να βρω χάρη μπροστά στον κύριό μου.
9 Και ο Ησαύ είπε: Έχω πολλά, αδελφέ μου· έχε εσύ τα δικά σου.
10 Και ο Ιακώβ είπε: Όχι, παρακαλώ· αν βρήκα χάρη μπροστά σου, δέξου το δώρο μου από τα χέρια μου· επειδή, γι' αυτό είδα το πρόσωπό σου, σαν να έβλεπα το πρόσωπο του Θεού, κι εσύ ευαρεστήθηκες σε μένα·
11 δέξου, παρακαλώ, τις ευλογίες μου, που προσφέρονται σε σένα· επειδή, ο Θεός με ελέησε, και έχω απ' όλα. Και τον βίασε, και δέχθηκε.
12 Και είπε: Ας σηκωθούμε κι ας πάμε, κι εγώ θα προπορεύομαι μπροστά σου.
13 Και ο Ιακώβ τού είπε: Ο κύριός μου ξέρει ότι τα παιδιά είναι τρυφερά, και έχω μαζί μου πρόβατα που εγκυμονούν και βόδια· και αν τα βιάσουμε έστω μία ημέρα, ολόκληρο το κοπάδι θα πεθάνει.
14 Ας περάσει, παρακαλώ, ο κύριός μου μπροστά από τον δούλο του· κι εγώ θα ακολουθώ αργά, σύμφωνα με το βάδισμα των κτηνών, που είναι μπροστά μου, και σύμφωνα με το βάδισμα των παιδιών, μέχρις ότου φτάσω προς τον κύριό μου στη Σηείρ.
15 Και ο Ησαύ είπε: Ας αφήσω, λοιπόν, μαζί σου ένα μέρος από τον λαό, που είναι μαζί μου. Κι εκείνος είπε: Γιατί, αυτό; Αρκεί που βρήκα χάρη μπροστά στον κύριό μου.
16 Επέστρεψε, λοιπόν, ο Ησαύ εκείνη την ημέρα στον δρόμο του προς τη Σηείρ.
17 Και ο Ιακώβ πήγε στη Σοκχώθ, και οικοδόμησε για τον εαυτό του ένα σπίτι, και για τα κτήνη του έκανε σκηνές· γι' αυτό, αποκάλεσε το όνομα του τόπου Σοκχώθ.
18 Και αφού ο Ιακώβ επέστρεψε από την Παδάν-αράμ, ήρθε στη Σαλήμ, μια πόλη τής Συχέμ, αυτή που είναι στη γη Χαναάν, και κατασκήνωσε μπροστά στην πόλη.
19 Και αγόρασε τη μερίδα τού χωραφιού, από τους γιους τού Εμμώρ, τον πατέρα τού Συχέμ, για 100 αργύρια, όπου έστησε τη σκηνή του.
20 Και έστησε εκεί θυσιαστήριο, και το αποκάλεσε Ελ-ελωέ-Ισραήλ.