Γένεση / Genesis
1 ΚΑΙ ύστερα από τα πράγματα αυτά είπαν στον Ιωσήφ: Δες, ο πατέρας σου ασθενεί. Και πήρε μαζί του τους δύο γιους του, τον Μανασσή και τον Εφραϊμ.
2 Και ανήγγειλαν στον Ιακώβ, λέγοντας: Δες, ο γιος σου ο Ιωσήφ έρχεται σε σένα· και παίρνοντας δύναμη, ο Ισραήλ κάθησε στο κρεβάτι.
3 Και ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: Ο Θεός, ο Παντοδύναμος, φάνηκε σε μένα στη Λουζ, στη γη Χαναάν, και με ευλόγησε·
4 και μου είπε: Δες, εγώ θα σε αυξήσω, και θα σε πληθύνω, και θα σε καταστήσω σε πλήθος λαών· κι αυτή τη γη θα τη δώσω στο σπέρμα σου, μετά από σένα, παντοτινή ιδιοκτησία.
5 Τώρα, λοιπόν, οι δύο γιοι σου, που γεννήθηκαν σε σένα στην Αίγυπτο, πριν εγώ έρθω σε σένα στην Αίγυπτο, είναι δικοί μου· ο Εφραϊμ και ο Μανασσής θα είναι σε μένα, όπως ο Ρουβήν και ο Συμεών·
6 και τα παιδιά σου, όσα γεννήσεις ύστερα από αυτούς, θα είναι δικά σου· σύμφωνα με το όνομα των αδελφών τους, θα ονομαστούν στην κληρονομιά τους.
7 Και όταν εγώ ερχόμουν από την Παδάν, μου πέθανε η Ραχήλ στον δρόμο στη γη Χαναάν, ενώ δεν έλειπε παρά λίγο διάστημα για να φτάσουμε στην Εφραθά· και την έθαψα εκεί, στον δρόμο τής Εφραθά· αυτή είναι η Βηθλεέμ.
8 Και βλέποντας ο Ισραήλ τους γιους τού Ιωσήφ, είπε: Ποιοι είναι αυτοί;
9 Και ο Ιωσήφ είπε στον πατέρα του: Αυτοί είναι οι γιοι μου, που μου έδωσε ο Θεός εδώ. Κι εκείνος είπε: Φέρ' τους, παρακαλώ, σε μένα, για να τους ευλογήσω.
10 Και τα μάτια του Ισραήλ ήσαν βαριά από τα γηρατειά, δεν μπορούσε να βλέπει. Και τους έφερε κοντά σ' αυτόν· και τους φίλησε, και τους αγκάλιασε.
11 Και ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: Δεν έλπιζα να δω το πρόσωπό σου· και να, ο Θεός μού έδειξε και το σπέρμα σου.
12 Και τους έβγαλε ο Ιωσήφ από το μέσον των γονάτων του. Και προσκύνησε με το πρόσωπο μέχρι το έδαφος.
13 Και παίρνοντάς τους και τους δύο, τον Εφραϊμ στα δεξιά του, προς τα αριστερά του Ισραήλ, και τον Μανασσή στα αριστερά του, προς τα δεξιά του Ισραήλ, πλησίασε σ' αυτόν.
14 Και ο Ισραήλ σηκώνοντας το δεξί του χέρι το έβαλε στο κεφάλι τού Εφραϊμ, που ήταν ο νεότερος, και το αριστερό του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Μανασσή, κάνοντας εναλλαγή στα χέρια του· επειδή, ο Μανασσής ήταν ο πρωτότοκος.
15 Και ευλόγησε τον Ιωσήφ, και είπε: Ο Θεός, μπροστά στον οποίο περπάτησαν οι πατέρες μου, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ, ο Θεός που με ποίμανε από τη γέννησή μου μέχρι τούτη την ημέρα,
16 ο άγγελος που με λύτρωσε από όλα τα κακά, να ευλογήσει αυτά τα παιδιά· και να ονομαστεί επάνω σ' αυτά το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου, του Αβραάμ και του Ισαάκ, και να πληθυνθούν σε μεγάλο πλήθος επάνω στη γη!
17 Και ο Ιωσήφ, βλέποντας ότι ο πατέρας του επέθεσε το δεξί του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Εφραϊμ, δυσαρεστήθηκε· και έπιασε το χέρι του πατέρα του, για να το μεταθέσει από το κεφάλι τού Εφραϊμ επάνω στο κεφάλι τού Μανασσή.
18 Και ο Ιωσήφ είπε στον πατέρα του: Όχι έτσι, πατέρα μου, επειδή αυτός είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου χέρι επάνω στο κεφάλι του.
19 Αλλ' ο πατέρας του δεν θέλησε· και είπε: Ξέρω, παιδί μου, ξέρω· κι αυτός θα γίνει λαός, κι αυτός ακόμα θα γίνει μεγάλος· αλλ' όμως, ο αδελφός του ο νεότερος θα είναι μεγαλύτερός του, και το σπέρμα του θα γίνει πλήθος εθνών.
20 Και τους ευλόγησε εκείνη την ημέρα, λέγοντας: Όταν ο Ισραήλ αναφέρεται σε σένα, θα ευλογεί λέγοντας: Ο Θεός να σε κάνει όπως τον Εφραϊμ, και όπως τον Μανασσή! Και έστησε τον Εφραϊμ μπροστά από τον Μανασσή.
21 Και ο Ισραήλ είπε στον Ιωσήφ: Δες, εγώ πεθαίνω· και ο Θεός θα είναι μαζί σας, και θα σας επαναφέρει στη γη των πατέρων σας.
22 Κι εγώ σου δίνω ένα μερίδιο παραπάνω από τους αδελφούς σου, που πήρα από το χέρι των Αμορραίων με το μαχαίρι μου και με το τόξο μου.