Γένεση / Genesis
1 ΤΟΤΕ, ο Ιωσήφ δεν μπόρεσε να κρατήσει τον εαυτό του μπροστά σε όλους τους παριστάμενους, που ήσαν μπροστά του· και φώναξε: Βγάλτε τους έξω όλους από κοντά μου· και δεν έμεινε κανένας μαζί του, καθώς ο Ιωσήφ αναγνωριζόταν στους αδελφούς του·
2 και άφησε μια φωνή με κλαυθμό· και άκουσαν οι Αιγύπτιοι· και άκουσε και το παλάτι του Φαραώ.
3 Και ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του: Εγώ είμαι ο Ιωσήφ· ζει ακόμα ο πατέρας μου; Και δεν μπορούσαν οι αδελφοί του να του αποκριθούν, επειδή ταράχθηκαν από την παρουσία του.
4 Και ο Ιωσήφ είπε στους αδελφούς του: Πλησιάστε σε μένα, παρακαλώ. Και πλησίασαν. Και είπε: Εγώ είμαι ο Ιωσήφ ο αδελφός σας, τον οποίο πουλήσατε στην Αίγυπτο.
5 Τώρα, λοιπόν, μη λυπάστε· ούτε να σας φανεί σκληρό, ότι με πουλήσατε εδώ· επειδή, για διατήρηση της ζωής με απέστειλε ο Θεός μπροστά σας.
6 Δεδομένου ότι, αυτός είναι ο δεύτερος χρόνος της πείνας στη γη· και μένουν ακόμα πέντε χρόνια, στα οποία δεν θα υπάρχει ούτε αροτρίαση ούτε θερισμός.
7 Και ο Θεός με απέστειλε μπροστά σας για να διατηρήσω σε σας διαδοχή στη γη, και να διαφυλάξω τη ζωή σας με μεγάλη λύτρωση.
8 Τώρα, λοιπόν, δεν με αποστείλατε εσείς εδώ, αλλ' ο Θεός· και με έκανε πατέρα στον Φαραώ, και κύριο ολόκληρου του παλατιού του, και άρχοντα ολόκληρης της γης τής Αιγύπτου.
9 Σπεύδοντας, ανεβείτε στον πατέρα μου, και πείτε του: Έτσι λέει ο γιος σου ο Ιωσήφ· ο Θεός με έκανε κύριον ολόκληρης της Αιγύπτου· κατέβα σε μένα, μη σταθείς·
10 και θα κατοικήσεις στη γη Γεσέν και θα είσαι κοντά μου, εσύ και οι γιοι σου, και οι γιοι των γιων σου, και τα κοπάδια σου, και οι αγέλες σου, και όλα όσα έχεις·
11 και θα σε τρέφω εκεί (επειδή, μένουν ακόμα πέντε χρόνια πείνας), για να μη έρθεις σε στέρηση, εσύ και η οικογένειά σου, και όλα όσα έχεις.
12 Και προσέξτε, τα μάτια σας βλέπουν και τα μάτια τού αδελφού μου Βενιαμίν, ότι το στόμα μου μιλάει σε σας·
13 αναγγείλτε, λοιπόν, στον πατέρα μου ολόκληρη τη δόξα μου στην Αίγυπτο, και όλα όσα είδατε, και σπεύδοντας κατεβάστε τον πατέρα μου εδώ.
14 Και πέφτοντας στον τράχηλο του Βενιαμίν τού αδελφού του, έκλαψε· και ο Βενιαμίν έκλαψε στον τράχηλο εκείνου.
15 Και αφού τους καταφίλησε όλους τους αδελφούς του, έκλαψε επάνω τους· και ύστερα οι αδελφοί του μίλησαν μαζί του.
16 Και ακούστηκε στο παλάτι τού Φαραώ η φήμη, που έλεγε: Ήρθαν οι αδελφοί τού Ιωσήφ· και ο Φαραώ χάρηκε, και οι δούλοι του.
17 Και ο Φαραώ είπε στον Ιωσήφ: Πες στους αδελφούς σου, τούτο να κάνετε· φορτώστε τα ζώα σας, και πηγαίνετε, ανεβείτε στη Χαναάν·
18 και παίρνοντας τον πατέρα σας, και τις οικογένειές σας, ελάτε σε μένα· και θα σας δώσω τα αγαθά τής γης τής Αιγύπτου, και θα φάτε το πάχος τής γης.
19 Κι εσύ πρόσταξε: Αυτό να κάνετε, πάρτε για τον εαυτό σας άμαξες από τη γη τής Αιγύπτου, για τα παιδιά σας, και για τις γυναίκες σας· και αφού σηκώσετε τον πατέρα σας, ελάτε·
20 και μη λυπηθείτε την αποσκευή σας· επειδή, τα αγαθά ολόκληρης της γης τής Αιγύπτου θα είναι δικά σας.
21 Και οι γιοι τού Ισραήλ έκαναν έτσι· και ο Ιωσήφ τούς έδωσε άμαξες σύμφωνα με την προσταγή τού Φαραώ· τους έδωσε και ζωοτροφή για τον δρόμο.
22 Σε όλους αυτούς έδωσε σε κάθε έναν αλλαγές ενδυμάτων· στον Βενιαμίν, όμως, έδωσε 300 αργύρια, και πέντε αλλαγές ενδυμάτων.
23 Και στον πατέρα του έστειλε τα εξής: Δέκα γαϊδούρια φορτωμένα από τα αγαθά τής Αιγύπτου, και δέκα θηλυκά γαϊδούρια φορτωμένα σιτάρι και ψωμιά, και ζωοτροφές στον πατέρα του για τον δρόμο.
24 Και εξαπέστειλε τους αδελφούς του, και αναχώρησαν· και τους είπε: Μη συγχύζεστε στον δρόμο.
25 Κι ανέβηκαν από την Αίγυπτο, και ήρθαν στη γη Χαναάν προς τον Ιακώβ, τον πατέρα τους,
26 και του ανήγγειλαν, λέγοντας: Ο Ιωσήφ βρίσκεται ακόμα στη ζωή, και είναι άρχοντας σε ολόκληρη τη γη τής Αιγύπτου· και η καρδιά του λιποθύμησε· επειδή, δεν τους πίστευε.
27 Και του είπαν όλα τα λόγια τού Ιωσήφ, που τους είχε πει· και αφού είδε τις άμαξες που έστειλε ο Ιωσήφ για να τον σηκώσουν, αναζωπυρώθηκε το πνεύμα τού Ιακώβ, του πατέρα τους.
28 Και ο Ισραήλ είπε: Αρκεί· ο Ιωσήφ ο γιος μου ζει ακόμα· θα πάω, και θα τον δω, πριν πεθάνω.