Ιερεμίας / Jeremiah
1 ΑΚΟΥΣΤΕ τον λόγο, που ο Κύριος μιλάει σε σας, ω οίκος Ισραήλ.
2 Έτσι λέει ο Κύριος: Μη μαθαίνετε τον δρόμο των εθνών, και στα σημεία τού ουρανού μη φοβάστε, επειδή τα έθνη τα φοβούνται.
3 Δεδομένου ότι, τα νόμιμα των λαών είναι μάταια· επειδή, κόβουν ξύλο από το δάσος, εργασία χεριών ενός μαραγκού με τον πέλεκυ.
4 Το καλλωπίζουν με ασήμι και με χρυσάφι· το στερεώνουν με καρφιά και με σφυριά, για να μη κινείται.
5 Είναι όρθια σαν τον φοίνικα, αλλά δεν μιλούν· έχουν ανάγκη να βαστάζονται, επειδή δεν μπορούν να περπατήσουν. Μη τα φοβάστε· επειδή, δεν μπορούν να κακοποιούν ούτε είναι δυνατόν σ' αυτά να αγαθοποιήσουν.
6 Κύριε, δεν υπάρχει όμοιος με σένα· είσαι μέγας, και το όνομά σου είναι μέγα σε δύναμη.
7 Ποιος δεν θα σε φοβόταν, Βασιλιά των εθνών; Επειδή, σε σένα ανήκει τούτο· για τον λόγο ότι, ανάμεσα σε όλους τους σοφούς των εθνών, και σε όλα τα βασίλειά τους, όμοιος με σένα δεν υπάρχει.
8 Αλλά, είναι ολοκληρωτικά κτηνώδεις και άφρονες· το ξύλο είναι διδασκαλία ματαιοτήτων.
9 Ασήμι, χυμένο σε πλάκες, φέρθηκε από τη Θαρσείς, και χρυσάφι από την Ουφάζ, εργασία τεχνίτη, και χεριών χρυσοχόου· βαθυγάλαζο, και πορφυρούν είναι το ένδυμά τους· εργασία σοφών όλα αυτά.
10 Ο Κύριος, όμως, είναι αληθινός Θεός, είναι ζωντανός Θεός, και αιώνιος βασιλιάς· στην οργή του η γη θα σειστεί, και τα έθνη δεν θα αντέξουν στην αγανάκτησή του.
11 Έτσι θα τους πείτε: Οι θεοί, που δεν έκαναν τον ουρανό και τη γη, θα αφανιστούν από τη γη, και από κάτω απ' αυτόν τον ουρανό.
12 Αυτός δημιούργησε τη γη με τη δύναμή του, και στερέωσε την οικουμένη με τη σοφία του, και άπλωσε τους ουρανούς με τη σύνεσή του.
13 Όταν εκπέμπει τη φωνή του, συγκεντρώνεται πλήθος από νερά στους ουρανούς, και σηκώνει σύννεφα από τα άκρα τής γης· κάνει αστραπές για βροχή, και βγάζει άνεμο από τους θησαυρούς του.
14 Κάθε άνθρωπος μωράθηκε από τη γνώση του· κάθε χωνευτής καταντροπιάστηκε από τα γλυπτά· επειδή, το χωνευτό του είναι ψέμα, και πνοή δεν υπάρχει μέσα σ' αυτό.
15 Αυτά είναι ματαιότητα, εργασία πλάνης· στον καιρό της επίσκεψής τους θα χαθούν.
16 Η μερίδα τού Ιακώβ δεν είναι όπως αυτά· επειδή, αυτός είναι που δημιούργησε τα πάντα· και ο Ισραήλ είναι η ράβδος τής κληρονομιάς του· ο Κύριος των δυνάμεων είναι το όνομά του.
17 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕ την περιουσία σου από τη γη, εσύ, η οποία κατοικείς σε οχύρωμα.
18 Επειδή, έτσι λέει ο Κύριος: Δες, εγώ θα εκσφενδονίσω τούς κατοίκους τής γης αυτή τη φορά, και θα τους στενοχωρήσω, ώστε αυτό να το βρουν.
19 Αλλοίμονο σε μένα για τη θραύση μου! Η πληγή μου είναι οδυνηρή· εγώ, όμως, είπα: Τούτο, πραγματικά, είναι πόνος μου, και πρέπει να τον υποφέρω.
20 Η σκηνή μου ερημώθηκε, και όλα τα σχοινιά μου κατακόπηκαν· οι γιοι μου χωρίστηκαν από μένα, και δεν υπάρχουν· Δεν υπάρχει πλέον αυτός που απλώνει την σκηνή μου, και που σηκώνει τα παραπετάσματά μου.
21 Επειδή, οι βοσκοί μωράθηκαν, και δεν ζήτησαν τον Κύριο, γι' αυτό δεν θα ευοδωθούν, και όλα τα κοπάδια τους θα διασκορπιστούν.
22 Δέστε, θόρυβος έρχεται, και συγκίνηση μεγάλη από τη γη τού βορρά, για να κάνει τις πόλεις τού Ιούδα ερήμωση, κατοικία τσακαλιών.
23 Κύριε, γνωρίζω ότι ο δρόμος τού ανθρώπου δεν εξαρτάται απ' αυτόν· του ανθρώπου που περπατάει δεν είναι το να κατευθύνει τα διαβήματά του.
24 Κύριε, διαπαιδαγώγησέ με, όμως με κρίση· όχι μέσα στον θυμό σου, για να μη με συντελέσεις.
25 Ξέχυνε τον θυμό σου επάνω στα έθνη, εκείνα που δεν σε γνωρίζουν, κι επάνω σε γενεές, που δεν επικαλούνται το όνομά σου. Επειδή, κατέφαγαν τον Ιακώβ, και τον κατανάλωσαν, και τον κατέφθειραν, και ερήμωσαν την κατοικία του.