Ιερεμίας / Jeremiah
1 Κατά τον καιρό εκείνο, λέει ο Κύριος, θα πετάξουν τα κόκαλα των βασιλιάδων τού Ιούδα, και τα κόκαλα των αρχόντων του, και τα κόκαλα των ιερέων, και τα κόκαλα των προφητών, και τα κόκαλα των κατοίκων τής Ιερουσαλήμ, έξω από τους τάφους τους·
2 και θα τα απλώσουν απέναντι στον ήλιο και στο φεγγάρι, κι απέναντι σε ολόκληρη τη στρατιά τού ουρανού, τα οποία αγάπησαν, και τα οποία λάτρευσαν, και πίσω από τα οποία περπάτησαν, και τα οποία εκζήτησαν, και τα οποία προσκύνησαν· δεν θα μαζευτούν ούτε θα ταφούν· θα είναι για κοπριά επάνω στην επιφάνεια της γης.
3 Και ο θάνατος θα είναι προτιμότερος παρά η ζωή σε ολόκληρο το υπόλοιπο εκείνων που εναπέμειναν από εκείνη την πονηρή γενεά, όσοι θα έμεναν σε όλους τούς τόπους, όπου θα τους είχα εξώσει, λέει ο Κύριος των δυνάμεων.
4 Και θα τους πεις: Έτσι λέει ο Κύριος: Αν κάποιος πέσει, δεν σηκώνεται; Αν κάποιος ξεκλίνει, δεν θα επιστρέψει;
5 Γιατί αυτός ο λαός τής Ιερουσαλήμ στράφηκε με παντοτινή στροφή; Προσηλώνονται στην απάτη, αρνούνται να επιστρέψουν.
6 Ακροάστηκα, και άκουσα, αλλά, δεν μίλησαν με ευθύτητα· δεν υπάρχει κανένας που να μετανοεί από την κακία του, λέγοντας: Τι έκανα; Κάθε ένας στράφηκε στον δρόμο του, σαν το άλογο που ορμάει στη μάχη.
7 Κι αυτός ο πελαργός στον ουρανό γνωρίζει τους διορισμένους καιρούς του· και το τρυγόνι, και ο γερανός, και το χελιδόνι φυλάττουν τον καιρό τού ερχομού τους· ο λαός μου, όμως, δεν γνωρίζει την κρίση τού Κυρίου.
8 Πώς λέτε: Είμαστε σοφοί, και ο νόμος τού Κυρίου είναι μαζί μας; Δέστε, σίγουρα, μάταια έγινε αυτό· το καλάμι των γραμματέων είναι αναληθές.
9 Οι σοφοί καταντροπιάστηκαν, πτοήθηκαν, και συνελήφθηκαν· επειδή, απέρριψαν τον λόγο τού Κυρίου· και ποια σοφία υπάρχει μέσα τους;
10 Γι' αυτό, θα δώσω τις γυναίκες τους σε άλλους, τα χωράφια τους σ' εκείνους που θα τους κληρονομήσουν· επειδή, κάθε ένας, από μικρόν μέχρι μεγάλον δόθηκε σε πλεονεξία· από προφήτη μέχρι ιερέα, κάθε ένας πράττει το ψέμα.
11 Επειδή, γιάτρεψαν το σύντριμμα της θυγατέρας τού λαού μου με επιπόλαιο τρόπο, λέγοντας: Ειρήνη, ειρήνη· αλλά, δεν υπάρχει ειρήνη.
12 Μήπως ντράπηκαν ότι έπραξαν βδέλυγμα; Μάλιστα, καθόλου δεν ντράπηκαν ούτε κοκκίνισαν· γι' αυτό, θα πέσουν ανάμεσα σ' εκείνους που πέφτουν· στον καιρό τής επίσκεψής τους θα απολεστούν, είπε ο Κύριος.
13 Εξάπαντος θα τους αναλώσω, λέει ο Κύριος· δεν θα είναι σταφύλια στην άμπελο ούτε σύκα στη συκιά, και το φύλλο θα μαραθεί· και τα αγαθά, που τους έδωσα, θα φύγουν απ' αυτούς.
14 Γιατί καθόμαστε; Συγκεντρωθείτε, ας μπούμε μέσα στις οχυρές πόλεις, και ας μείνουμε εκεί ολοκληρωτικά σιωπηλοί· επειδή, ο Κύριος ο Θεός μας μάς κράτησε σε τέλεια σιωπή, και μας πότισε νερό χολής, μια που αμαρτήσαμε στον Κύριο.
15 Προσμείναμε ειρήνη, όμως κανένα αγαθό· καιρό θεραπείας, όμως, δέστε, ταραχή.
16 Το φρύαγμα των αλόγων του ακούστηκε από τη Δαν· σείστηκε ολόκληρη η γη από τον ήχο τού χρεμετισμού των ρωμαλέων αλόγων του· επειδή, ήρθαν και κατέφαγαν τη γη, και το πλήρωμά της· την πόλη, κι αυτούς που κατοικούν σ' αυτή·
17 επειδή, δέστε, εγώ σας στέλνω φίδια, οχιές, που δεν θα γοητεύονται, αλλά θα σας δαγκώνουν, λέει ο Κύριος.
18 Θέλησα να παρηγορηθώ από τη λύπη, η καρδιά μου, όμως, είναι μέσα μου παραλυμένη.
19 Δέστε, φωνή κραυγής τής θυγατέρας τού λαού μου, από μακρινή γη. Δεν είναι ο Κύριος στη Σιών; Ο βασιλιάς της δεν είναι μέσα σ' αυτή; Γιατί με παρόργισαν με τα γλυπτά τους, με ξένες ματαιότητες;
20 Πέρασε ο θερισμός, τελείωσε το καλοκαίρι, κι εμείς δεν σωθήκαμε.
21 Για το σύντριμμα της θυγατέρας τού λαού μου πληγώθηκα· είμαι σε πένθος· με κατέλαβε έκπληξη. Δεν υπάρχει βάλσαμο στη Γαλαάδ;
22 Δεν υπάρχει εκεί γιατρός; Γιατί, λοιπόν, η θυγατέρα τού λαού μου δεν ανέλαβε την υγεία της;