Ιερεμίας / Jeremiah
1 Ο ΛΟΓΟΣ που έγινε στον Ιερεμία από τον Κύριο, όταν ο Ναβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Βαβυλώνας, και όλη η δύναμή του, και όλα τα βασίλεια της γης, που ήσαν κάτω από το χέρι του, και όλοι οι λαοί, πολεμούσαν ενάντια στην Ιερουσαλήμ, και ενάντια σε όλες τις πόλεις της, λέγοντας:
2 Έτσι λέει ο Κύριος, ο Θεός τού Ισραήλ: Πήγαινε και μίλησε στον Σεδεκία, τον βασιλιά τού Ιούδα, και πες του: Έτσι λέει ο Κύριος: Δες, θα παραδώσω αυτή την πόλη στο χέρι τού βασιλιά τής Βαβυλώνας, και θα την κατακάψει με φωτιά·
3 κι εσύ δεν θα ξεφύγεις από το χέρι του, αλλά θα πιαστείς οπωσδήποτε, και θα παραδοθείς στο χέρι του· και τα μάτια σου θα δουν τα μάτια τού βασιλιά τής Βαβυλώνας, και το στόμα του θα μιλήσει στο στόμα σου, και θα πας στη Βαβυλώνα.
4 Όμως, άκουσε τον λόγο τού Κυρίου, Σεδεκία, βασιλιά τού Ιούδα· έτσι λέει ο Κύριος για σένα: Δεν θα πεθάνεις με μάχαιρα·
5 με ειρήνη θα πεθάνεις· και σύμφωνα με τις καύσεις, που έγιναν στους πατέρες σου, τους προγενέστερους βασιλιάδες, που υπήρξαν πριν από σένα, έτσι θα κάνουν καύσεις σε σένα· και θα σε κλάψουν, λέγοντας: Αλλοίμονο, κύριε! Επειδή, εγώ μίλησα τον λόγο, λέει ο Κύριος.
6 Και ο προφήτης Ιερεμίας μίλησε στον Σεδεκία, τον βασιλιά τού Ιούδα, όλα αυτά τα λόγια στην Ιερουσαλήμ·
7 και ο στρατός τού βασιλιά τής Βαβυλώνας πολεμούσε ενάντια στην Ιερουσαλήμ, και ενάντια σε όλες τις πόλεις τού Ιούδα, που είχαν εναπομείνει, ενάντια στη Λαχείς, και ενάντια στην Αζηκά· επειδή, αυτές είχαν εναπολειφθεί μεταξύ των πόλεων του Ιούδα, πόλεις οχυρωμένες.
8 Ο ΛΟΓΟΣ, που έγινε στον Ιερεμία από τον Κύριο, αφού ο βασιλιάς Σεδεκίας έκανε συνθήκη με ολόκληρο τον λαό που ήταν στην Ιερουσαλήμ, για να κηρύξει άφεση σ' αυτούς·
9 ώστε να διώξει ελεύθερους, κάθε ένας τον δούλο του, και κάθε ένας τη δούλη του, Εβραίο ή Εβραία, για να μη έχει κανένας ως δούλο έναν αδελφό του Ιουδαίο·
10 και το άκουσαν όλοι οι άρχοντες, και ολόκληρος ο λαός, αυτοί που μπήκαν στη συνθήκη, στο να διώξουν ως ελεύθερους, κάθε ένας τον δούλο του, και κάθε ένας τη δούλη του, ώστε να μη τους έχουν πλέον δούλους· υπάκουσαν, λοιπόν, και τους έδιωξαν·
11 ύστερα όμως απ' αυτά, τους δούλους και τις δούλες, που τους είχαν διώξει ελεύθερους, τους έκαναν να επιστρέψουν, και τους καθυπέταξαν να είναι δούλοι και δούλες·
12 και έγινε λόγος τού Κυρίου στον Ιερεμία, από τον Κύριο, λέγοντας:
13 Έτσι λέει ο Κύριος, ο Θεός τού Ισραήλ: Εγώ έκανα διαθήκη στους πατέρες σας, κατά την ημέρα που τους έβγαλα από τη γη τής Αιγύπτου, από οίκο δουλείας, λέγοντας:
14 Στο τέλος των επτά χρόνων να διώξετε κάθε ένας τον αδελφό του τον Εβραίο, που πουλήθηκε σε σένα, και σε υπηρέτησε έξι χρόνια· τότε θα τον διώξεις ελεύθερον από σένα· οι πατέρες σου, όμως, δεν με άκουσαν ούτε έστρεψαν το αυτί τους.
15 Και εσείς τώρα είχατε επιστρέψει και κάνει το ευθύ μπροστά μου, κηρύττοντας κάθε ένας άφεση στον πλησίον του· και είχατε κάνει συνθήκη μπροστά μου, στον οίκο επάνω στον οποίο αποκλήθηκε το όνομά μου·
16 αλλά, επιστρέψατε, και μολύνατε το όνομά μου, και κάνατε κάθε ένας τον δούλο του, και κάθε ένας τη δούλη του, να επιστρέψουν, τους οποίους είχατε διώξει ως ελεύθερους σύμφωνα με τη θέλησή τους, και τους καθυποτάξατε για να είναι σε σας δούλοι και δούλες.
17 Γι' αυτό, έτσι λέει ο Κύριος: Εσείς δεν με ακούσατε, να κηρύξετε άφεση κάθε ένας στον αδελφό του, και κάθε ένας στον πλησίον του· δέστε, λοιπόν, λέει ο Κύριος, εγώ κηρύττω άφεση εναντίον σας στη μάχαιρα, στη μεταδοτική αρρώστια, και στην πείνα· και θα σας παραδώσω σε διασπορά σε όλα τα βασίλεια της γης.
18 Και θα παραδώσω τούς ανθρώπους, αυτούς που αθέτησαν τη διαθήκη μου, που δεν εκτέλεσαν τα λόγια τής διαθήκης, που είχαν κάνει μπροστά μου, όταν έσχισαν το μοσχάρι στα δύο, και πέρασαν ανάμεσα στα τμήματά του,
19 τους άρχοντες του Ιούδα, και τους άρχοντες της Ιερουσαλήμ, τους ευνούχους, και τους ιερείς, και ολόκληρο τον λαό τού τόπου, που πέρασαν ανάμεσα από τα τμήματα του μοσχαριού·
20 και θα τους παραδώσω στο χέρι των εχθρών τους, και στο χέρι εκείνων που ζητούν την ψυχή τους· και τα πτώματά τους θα είναι για τροφή στα πουλιά τού ουρανού, και στα θηρία τής γης.
21 Και τον Σεδεκία, τον βασιλιά τού Ιούδα, και τους άρχοντές του, θα τους παραδώσω στο χέρι των εχθρών τους, και στο χέρι εκείνων που ζητούν την ψυχή τους, και στο χέρι τού στρατού τού βασιλιά τής Βαβυλώνας, που αναχώρησαν από σας.
22 Δέστε, θα τους προστάξω, λέει ο Κύριος, και θα τους επαναφέρω σ' αυτή την πόλη· και θα πολεμήσουν εναντίον της, και θα την κυριεύσουν και θα την κατακάψουν με φωτιά· και θα κάνω τις πόλεις τού Ιούδα ερήμωση, ώστε να μη υπάρχει εκείνος που κατοικεί.