Ιερεμίας / Jeremiah
1 Κύριε, είσαι δίκαιος, όταν αντιμάχομαι μαζί σου· όμως, ας συζητήσω μαζί σου για τις κρίσεις σου. Γιατί ευοδώνεται ο δρόμος των ασεβών; Γιατί ευημερούν όλοι όσοι φέρονται άπιστα;
2 Τους φύτεψες, μάλιστα ριζώθηκαν· αυξάνουν, μάλιστα καρποφορούν. Εσύ είσαι κοντά στο στόμα τους, και μακριά από τα νεφρά τους.
3 Αλλ' εσύ, Κύριε, με γνωρίζεις· με είδες και δοκίμασες την καρδιά μου μπροστά σου. Σύρε τους σαν πρόβατα για σφαγή, και ετοίμασέ τους για την ημέρα τής σφαγής.
4 Μέχρι πότε θα πενθεί η γη, και θα ξεραίνεται το χορτάρι κάθε χωραφιού, εξαιτίας τής κακίας αυτών που κατοικούν σ' αυτή; Αφανίστηκαν τα κτήνη και τα πουλιά· επειδή, είπαν: Δεν θα δει τα έσχατά μας.
5 Αν τρέξεις μαζί με τους πεζούς, και σε κάνουν να ατονήσεις, τότε πώς θα αντιπαραταχθείς προς τα άλογα; Και αν απέκανες στη γη τής ειρήνης, στην οποία έλπιζες, τότε πώς θα κάνεις στο φρύαγμα του Ιορδάνη;
6 Επειδή, και οι αδελφοί σου και η οικογένεια του πατέρα σου, κι αυτοί φέρθηκαν άπιστα σε σένα· ναι, αυτοί βόησαν πίσω σου μεγαλόφωνα· μη τους πιστέψεις, κι αν ακόμα μιλήσουν καλά σε σένα.
7 Εγκατέλειψα τον οίκο μου, άφησα την κληρονομία μου, έδωσα την αγαπημένη τής ψυχής μου στα χέρια των εχθρών της.
8 Η κληρονομιά μου έγινε σε μένα σαν λιοντάρι μέσα σε δρυμό· ύψωσε τη φωνή της εναντίον μου· γι' αυτό, τη μίσησα.
9 Η κληρονομιά μου είναι σε μένα αρπακτικό όρνεο, τα όρνεα ολόγυρα είναι εναντίον της· ελάτε, συγκεντρωθείτε, όλα τα θηρία τού χωραφιού, ελάτε να την καταφάτε.
10 Πολλοί ποιμένες διέφθειραν τον αμπελώνα μου, καταπάτησαν τη μερίδα μου, έκαναν την επιθυμητή μερίδα μου άβατη έρημο.
11 Την παρέδωσαν σε ερήμωση· και αφού ερημώθηκε, πενθεί μπροστά μου· ολόκληρη η γη ερημώθηκε, επειδή δεν υπάρχει εκείνος που φροντίζει.
12 Σε όλες τις ψηλές θέσεις τής ερήμου ήρθαν οι λεηλάτες· επειδή, η μάχαιρα του Κυρίου θα καταφάει απ' άκρου μέχρις άκρου τής γης· σε καμιά σάρκα δεν θα υπάρχει ειρήνη.
13 Έσπειραν σιτάρι, αλλά θα θερίσουν αγκάθια· κοπίασαν, αλλά δεν θα ωφεληθούν· και θα ντροπιαστείτε για τα προϊόντα σας από τον φλογερό θυμό τού Κυρίου.
14 Έτσι λέει ο Κύριος εναντίον όλων των κακών γειτόνων μου, που αγγίζουν την κληρονομιά, που κληροδότησα στον λαό μου τον Ισραήλ: Δες, θα τους αποσπάσω από τη γη τους, και θα αποσπάσω τον οίκο τού Ιούδα από ανάμεσά τους.
15 Και αφού τους αποσπάσω, θα επιστρέψω, και θα τους ελεήσω, και κάθε έναν θα τον επαναφέρω στην κληρονομιά του, και κάθε έναν στη γη του.
16 Και αν μάθουν καλά τους δρόμους τού λαού μου, να ορκίζονται στο όνομά μου: Ζει ο Κύριος, καθώς είχαν διδάξει τον λαό μου να ορκίζεται στον Βάαλ, τότε θα οικοδομηθούν ανάμεσα στον λαό μου.
17 Αλλά, αν δεν υπακούσουν, θα αποσπάσω ολοκληρωτικά και θα εξολοθρεύσω εκείνο το έθνος, λέει ο Κύριος.