Ματθαίος / Matthew
1 ΚΑΤΑ τον καιρό εκείνο, σε ημέρα σαββάτου, ο Ιησούς πορευόταν διαμέσου των σπαρτών· και οι μαθητές του πείνασαν, και άρχισαν να κόβουν στάχυα και να τρώνε.
2 Και βλέποντας αυτό οι Φαρισαίοι, του είπαν: Δες, οι μαθητές σου κάνουν ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται το σάββατο.
3 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε, αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του;
4 Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, και έφαγε τους άρτους τής πρόθεσης, που δεν του επιτρεπόταν να φάει, ούτε και εκείνοι που ήσαν μαζί του, παρά μονάχα οι ιερείς;
5 Ή, δεν διαβάσατε στον νόμο, ότι κατά τα σάββατα οι ιερείς βεβηλώνουν το σάββατο μέσα στο ιερό, και είναι αθώοι;
6 Σας λέω δε ότι, εδώ είναιν κάποιος μεγαλύτερος από το ιερό.
7 Αν, όμως, γνωρίζατε τι είναι: «Έλεος θέλω, και όχι θυσία», δεν θα καταδικάζατε τους αθώους.
8 Επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου.
9 ΚΑΙ καθώς αναχώρησε από εκεί, ήρθε στη συναγωγή τους.
10 Και να! ήταν εκεί ένας άνθρωπος που είχε το χέρι του παράλυτο· και τον ρώτησαν, λέγοντας: Άραγε, επιτρέπεται σε κάποιον να θεραπεύει το σάββατο; Για να τον κατηγορήσουν.
11 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Ποιος άνθρωπος από σας θα είναι, που, έχοντας ένα πρόβατο, αν αυτό πέσει σε λάκκο κατά το σάββατο, δεν θα το πιάσει και θα το σηκώσει;
12 Πόσο, λοιπόν, διαφέρει άνθρωπος από πρόβατο! Ώστε, επιτρέπεται να αγαθοποιεί κάποιος κατά το σάββατο.
13 Τότε, λέει στον άνθρωπο: Τέντωσε το χέρι σου. Και το τέντωσε, και αποκαταστάθηκε υγιές, όπως το άλλο.
14 Και οι Φαρισαίοι, καθώς βγήκαν έξω, έκαναν συμβούλιο εναντίον του, για να τον εξολοθρεύσουν.
15 Αλλά, ο Ιησούς, όταν το αντιλήφθηκε, αναχώρησε από εκεί· και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη, και τους θεράπευσε όλους.
16 Και τους παρήγγειλε αυστηρά να μη τον φανερώσουν·
17 για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Ησαϊα, λέγοντας:
18 «Δέστε! ο δούλος μου, που έκλεξα, ο αγαπητός μου, στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μου· θα βάλω επάνω του το Πνεύμα μου, και θα εξαγγείλει κρίση στα έθνη·
19 δεν θα αντιλογήσει ούτε θα κραυγάσει· ούτε θα ακούσει κάποιος τη φωνή του στις πλατείες·
20 συντριμμένο καλάμι δεν θα το σπάσει, και λινάρι που καπνίζει δεν θα το σβήσει, μέχρις ότου εκφέρει την κρίση σε νίκη·
21 και στο όνομά του θα ελπίσουν τα έθνη».
22 Τότε, έφεραν σ' αυτόν έναν δαιμονιζόμενο, τυφλόν και κουφόν· και τον θεράπευσε, ώστε ο κουφός και ο τυφλός και μιλούσε και έβλεπε.
23 Και εκπλήττονταν όλα τα πλήθη, και έλεγαν: Μήπως αυτός είναι ο γιος τού Δαβίδ;
24 Οι Φαρισαίοι, όμως, όταν το άκουσαν, είπαν: Αυτός δεν βγάζει τα δαιμόνια, παρά μονάχα διαμέσου τού Βεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων.
25 Καθώς, όμως, ο Ιησούς αντιλήφθηκε τους συλλογισμούς τους, τους είπε: Κάθε βασίλειο, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, ερημώνεται· και κάθε πόλη ή σπίτι, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, δεν θα σταθεί.
26 Και αν ο σατανάς βγάζει τον σατανά, διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη· πώς, λοιπόν, θα σταθεί το βασίλειό του;
27 Και αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Βεελζεβούλ, οι γιοι σας διαμέσου τίνος τα βγάζουν; Γι' αυτό, αυτοί θα είναι κριτές σας.
28 Αλλά, αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Πνεύματος τού Θεού, έφτασε επομένως σε σας η βασιλεία του Θεού.
29 Ή, πώς μπορεί κάποιος να μπει μέσα στο σπίτι τού δυνατού, και να αρπάξει τα σκεύη του, αν πρώτα δεν δέσει τον δυνατόν, και τότε θα διαρπάξει το σπίτι του;
30 Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου· και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει.
31 Γι' αυτό, σας λέω: Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους· η βλασφημία, όμως, ενάντια στο Πνεύμα, δεν θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους.
32 Και όποιος πει έναν λόγο ενάντια στον Υιό τού ανθρώπου, θα του συγχωρεθεί· όποιος, όμως, πει ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο, δεν θα του συγχωρεθεί, ούτε σε τούτον τον αιώνα ούτε στον μέλλοντα.
33 Ή κάντε το δέντρο καλό, και τον καρπό του καλόν· ή κάντε το δέντρο σαπρό, και τον καρπό του σαπρόν· επειδή, από τον καρπό γνωρίζεται το δέντρο.
34 Γεννήματα οχιάς, πώς μπορείτε να μιλάτε καλά, ενώ είστε πονηροί; Επειδή, από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα.
35 Ο καλός άνθρωπος βγάζει τα καλά από τον καλό θησαυρό τής καρδιάς· και ο πονηρός άνθρωπος βγάζει τα πονηρά από τον πονηρό θησαυρό.
36 Σας λέω δε ότι, για κάθε αργόν λόγο, που θα μιλούσαν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν γι' αυτόν κατά την ημέρα τής κρίσης.
37 Επειδή, από τα λόγια σου θα δικαιωθείς, και από τα λόγια σου θα κατακριθείς.
38 Τότε, μερικοί από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους απάντησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, θέλουμε να δούμε από σένα ένα σημείο.
39 Και εκείνος, απαντώντας, τους είπε: Πονηρή και μοιχαλίδα γενεά ζητάει σημείο· αλλά, σημείο δεν θα της δοθεί, παρά μονάχα το σημείο τού προφήτη Ιωνά.
40 Επειδή, όπως ο Ιωνάς ήταν στην κοιλιά τού κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα είναι και ο Υιός τού ανθρώπου στην καρδιά τής γης τρεις ημέρες και τρεις νύχτες.
41 Άνδρες Νινευίτες θα αναστηθούν στην κρίση μαζί μ' αυτή τη γενεά, και θα την κατακρίνουν· επειδή, μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά· και δέστε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Ιωνά.
42 Η βασίλισσα του Νότου θα σηκωθεί κατά την κρίση μαζί μ' αυτή τη γενεά, και θα την κατακρίνει· επειδή, ήρθε από τα πέρατα της γης για να ακούσει τη σοφία τού Σολομώντα· και δέστε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Σολομώντα.
43 Και όταν το ακάθαρτο πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, περνάει μέσα από άνυδρους τόπους, και ζητάει ανάπαυση, και δεν βρίσκει.
44 Τότε λέει: Ας γυρίσω στο σπίτι μου, απ' όπου βγήκα. Και αφού έρθει, το βρίσκει αδειανό, σκουπισμένο και στολισμένο.
45 Τότε, πηγαίνει και παίρνει μαζί του άλλα επτά πνεύματα πονηρότερα απ' αυτό, και αφού μπουν μέσα, κατοικούν εκεί· και γίνονται τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα. Έτσι θα είναι και σ' αυτή την πονηρή γενεά.
46 Κι ενώ αυτός μιλούσε ακόμα προς τα πλήθη, ξάφνου, η μητέρα και οι αδελφοί του στέκονταν έξω, ζητώντας να του μιλήσουν.
47 Και κάποιος τού είπε: Δες, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω, ζητώντας να σου μιλήσουν.
48 Κι εκείνος, αποκρινόμενος σ' αυτόν που του το είπε, απάντησε: Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι οι αδελφοί μου;
49 Κι απλώνοντας το χέρι του προς τους μαθητές του, είπε: Δέστε! η μητέρα μου και οι αδελφοί μου·
50 επειδή, όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς, αυτός είναι σε μένα αδελφός και αδελφή και μητέρα.