Ματθαίος / Matthew
1 ΤΟΤΕ, έρχονται κοντά στον Ιησού οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι από τα Ιεροσόλυμα, λέγοντας:
2 Γιατί οι μαθητές σου παραβαίνουν την παράδοση των πρεσβυτέρων; Επειδή, δεν πλένουν τα χέρια τους, όταν τρώνε ψωμί.
3 Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτούς: Γιατί κι εσείς παραβαίνετε την εντολή τού Θεού εξαιτίας τής παράδοσής σας;
4 Επειδή, ο Θεός έχει προστάξει, λέγοντας: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα·» και «εκείνος που κακολογεί τον πατέρα ή τη μητέρα, να θανατώνεται, οπωσδήποτε».
5 Εσείς, όμως, λέτε: Όποιος πει στον πατέρα ή στη μητέρα: Είναι δώρο οτιδήποτε επρόκειτο να ωφεληθείς από μένα, και μπορεί να μη τιμήσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του.
6 Και ακυρώσατε την εντολή τού Θεού εξαιτίας τής παράδοσής σας.
7 Υποκριτές, καλά προφήτευσε για σας ο Ησαϊας, λέγοντας:
8 «Αυτός ο λαός με πλησιάζει με το στόμα τους και με τιμά με τα χείλη· η καρδιά τους, όμως, απέχει μακριά από μένα·
9 μάταια μάλιστα με σέβονται, διδάσκοντας διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων».
10 Και αφού προσκάλεσε το πλήθος, τους είπε: Ακούτε και καταλαβαίνετε.
11 Δεν μολύνει τον άνθρωπο αυτό που μπαίνει μέσα στο στόμα, αλλά αυτό που βγαίνει έξω από το στόμα, αυτό μολύνει τον άνθρωπο.
12 Τότε, αφού ήρθαν κοντά του οι μαθητές του, είπαν σ' αυτόν: Ξέρεις ότι οι Φαρισαίοι που άκουσαν αυτό τον λόγο σκανδαλίστηκαν;
13 Και εκείνος απαντώντας είπε: Κάθε φυτεία, που δεν τη φύτεψε ο ουράνιος Πατέρας μου, θα ξεριζωθεί.
14 Αφήστε τους· είναι τυφλοί οδηγοί τυφλών· και αν ένας τυφλός οδηγεί έναν άλλον τυφλό, και οι δύο θα πέσουν σε χαντάκι.
15 Και αποκρινόμενος ο Πέτρος είπε σ' αυτόν: Εξήγησέ μας αυτή την παραβολή.
16 Και ο Ιησούς είπε: Ακόμα κι εσείς είστε ασύνετοι;
17 Ακόμα δεν καταλαβαίνετε, ότι κάθε τι που μπαίνει μέσα στο στόμα κατεβαίνει στην κοιλιά, και βγαίνει έξω στο αποχωρητήριο;
18 Ενώ, αυτά που βγαίνουν από το στόμα, βγαίνουν από την καρδιά, και εκείνα είναι που μολύνουν τον άνθρωπο.
19 Επειδή, από την καρδιά βγαίνουν πονηροί συλλογισμοί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες.
20 Αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπο· αλλά, το να φάει κάποιος με άπλυτα χέρια δεν μολύνει τον άνθρωπο.
21 Και ο Ιησούς, βγαίνοντας έξω από εκεί, αναχώρησε προς τα μέρη τής Τύρου και της Σιδώνας.
22 Και ξάφνου, μια γυναίκα Χαναναία, που βγήκε από εκείνα τα όρια του τόπου, κραύγασε σ' αυτόν, λέγοντας: Ελέησέ με, Κύριε, γιε τού Δαβίδ· η θυγατέρα μου δαιμονίζεται σκληρά.
23 Κι εκείνος δεν της αποκρίθηκε ούτε έναν λόγο. Και οι μαθητές του ερχόμενοι κοντά τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Απόλυσέ την, επειδή κράζει πίσω μας.
24 Και εκείνος αποκρινόμενος είπε: Δεν στάλθηκα παρά μονάχα στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ.
25 Και εκείνη, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Κύριε, βοήθα με.
26 Και αποκρινόμενος είπε: Δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια.
27 Και εκείνη είπε: Ναι, Κύριε· αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους.
28 Τότε, ο Ιησούς αποκρινόμενος είπε σ' αυτήν: Ω, γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου· ας γίνει σε σένα, όπως θέλεις. Και η θυγατέρα της γιατρεύτηκε από εκείνη την ώρα.
29 Και καθώς ο Ιησούς μετέβηκε από εκεί, ήρθε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας· και αφού ανέβηκε στο βουνό, καθόταν εκεί.
30 Και ήρθαν σ' αυτόν πολλά πλήθη, έχοντας μαζί τους χωλούς, τυφλούς, κουφούς, κουλούς, και πολλούς άλλους· και τους έρριξαν στα πόδια τού Ιησού, και τους θεράπευσε·
31 ώστε τα πλήθη θαύμασαν βλέποντας κουφούς να μιλούν, κουλούς υγιείς, χωλούς να περπατούν, και τυφλούς να βλέπουν· και δόξασαν τον Θεό τού Ισραήλ.
32 Και ο Ιησούς, αφού προσκάλεσε τους μαθητές του, είπε: Σπλαχνίζομαι για το πλήθος, επειδή τρεις ημέρες μένουν ήδη κοντά μου, και δεν έχουν τι να φάνε· και να τους απολύσω νηστικούς δεν θέλω, μήπως και αποκάμουν στον δρόμο.
33 Και οι μαθητές λένε σ' αυτόν: Από πού να βρεθούν σε μας τόσα ψωμιά μέσα στην έρημο, ώστε να χορτάσουμε ένα τόσο μεγάλο πλήθος;
34 Και ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Πόσα ψωμιά έχετε; Και εκείνοι είπαν: Επτά, και λίγα ψαράκια.
35 Και πρόσταξε τα πλήθη να καθίσουν καταγής.
36 Και παίρνοντας τα επτά ψωμιά και τα ψάρια, αφού ευχαρίστησε, τα έκοψε, και τα έδωσε στους μαθητές του, και οι μαθητές στο πλήθος.
37 Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν· και σήκωσαν το περίσσευμα από τα κομμάτια, επτά ψαροκόφινα γεμάτα.
38 Κι αυτοί που έτρωγαν ήσαν 4.000 άνδρες, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά.
39 Και αφού απέλυσε τα πλήθη, μπήκε μέσα στο πλοίο, και ήρθε στα όρια της Μαγδαλά.