Ματθαίος / Matthew
1 ΚΑΙ όταν κατέβηκε από το βουνό, τον ακολούθησαν πολλά πλήθη.
2 Και ξάφνου, ένας λεπρός, καθώς ήρθε, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις.
3 Και ο Ιησούς, απλώνοντας το χέρι, τον άγγιξε, λέγοντας: Θέλω, να καθαριστείς. Κι αμέσως η λέπρα του καθαρίστηκε.
4 Και ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Πρόσεχε μη το πεις σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε το δώρο, που ο Μωυσής πρόσταξε, για μαρτυρία σ' αυτούς.
5 Και όταν ο Ιησούς μπήκε μέσα στην Καπερναούμ, τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, παρακαλώντας τον,
6 και λέγοντας: Κύριε, ο δούλος μου κείτεται παράλυτος στο σπίτι, υποφέροντας φρικτά.
7 Και ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Εγώ, αφού έρθω, θα τον θεραπεύσω.
8 Και απαντώντας ο εκατόνταρχος είπε: Κύριε, δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου· αλλά, μονάχα πες έναν λόγο, και ο δούλος μου θα γιατρευτεί.
9 Επειδή, και εγώ είμαι άνθρωπος υπό εξουσία, έχοντας κάτω από την εξουσία μου στρατιώτες· και λέω σε τούτον: Πήγαινε, και πηγαίνει· και στον άλλον: Έλα, και έρχεται· και στον δούλο μου: Κάνε τούτο, και το κάνει.
10 Ακούγοντας δε ο Ιησούς, θαύμασε, και είπε σ' αυτούς που τον ακολουθούσαν: Σας διαβεβαιώνω, ούτε στον Ισραήλ δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη.
11 Και σας λέω ότι θάρθουν πολλοί από ανατολή και δύση, και θα καθήσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στη βασιλεία των ουρανών·
12 ενώ οι γιοι τής βασιλείας θα ριχτούν έξω, στο σκοτάδι το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.
13 Και ο Ιησούς είπε στον εκατόνταρχο: Πήγαινε, και όπως πίστεψες ας γίνει σε σένα. Και ο δούλος του γιατρεύτηκε την ίδια εκείνη ώρα.
14 Και αφού ο Ιησούς ήρθε στο σπίτι τού Πέτρου, είδε την πεθερά του κατάκοιτη και να πάσχει από πυρετό.
15 Και έπιασε το χέρι της, και ο πυρετός την άφησε· και σηκώθηκε, και τους υπηρετούσε.
16 Κι όταν έγινε βράδυ, έφεραν σ' αυτόν πολλούς δαιμονιζόμενους· και έβγαλε τα δαιμόνια με έναν λόγο, και όλους εκείνους που έπασχαν, τους θεράπευσε·
17 για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Ησαϊα, λέγοντας: «Αυτός πήρε τις ασθένειές μας, και βάσταξε τις αρρώστιες μας».
18 Και ο Ιησούς βλέποντας γύρω του πολλά πλήθη, πρόσταξε να αναχωρήσουν στην απέναντι όχθη.
19 Και καθώς ένας γραμματέας τον πλησίασε, του είπε: Δάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω, όπου και αν πας.
20 Και ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Οι αλεπούδες έχουν φωλιές, και τα πουλιά τού ουρανού κατοικίες· όμως, ο Υιός τού ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του.
21 Ένας άλλος μάλιστα από τους μαθητές του είπε σ' αυτόν: Κύριε, επίτρεψέ μου πρώτα να πάω και να θάψω τον πατέρα μου.
22 Και ο Ιησούς τού είπε: Ακολούθησέ με, και άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς.
23 Και όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, τον ακολούθησαν οι μαθητές του.
24 Και ξάφνου, μια μεγάλη τρικυμία έγινε στη θάλασσα, ώστε το πλοίο σκεπαζόταν από τα κύματα· κι αυτός κοιμόταν.
25 Και οι μαθητές του, αφού ήρθαν σ' αυτόν, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Κύριε, σώσε μας, χανόμαστε.
26 Και τους λέει: Γιατί είστε δειλοί, ολιγόπιστοι; Τότε, καθώς σηκώθηκε, επιτίμησε τους ανέμους και τη θάλασσα, και έγινε μεγάλη γαλήνη.
27 Και οι άνθρωποι θαύμασαν, λέγοντας: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός, που και οι άνεμοι και η θάλασσα τον υπακούν!
28 Και όταν ήρθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, καθώς έβγαιναν από τα μνήματα, υπερβολικά άγριοι, ώστε κανένας δεν μπορούσε να περάσει από εκείνον τον δρόμο.
29 Και ξάφνου, έκραξαν, λέγοντας: Τι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού, Υιέ τού Θεού; Ήρθες εδώ προ καιρού για να μας βασανίσεις;
30 Και μακριά απ' αυτούς υπήρχε μια αγέλη από πολλά γουρούνια, που έβοσκε.
31 Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Αν μας βγάλεις, επίτρεψέ μας να πάμε στην αγέλη των γουρουνιών.
32 Και τους είπε: Πηγαίνετε. Και εκείνοι, αφού βγήκαν, πήγαν στην αγέλη των γουρουνιών. Και ξάφνου, ολόκληρη η αγέλη των γουρουνιών όρμησε προς τον γκρεμό στη θάλασσα, και πνίγηκαν μέσα στα νερά.
33 Και εκείνοι που τα έβοσκαν έφυγαν, και καθώς ήρθαν στην πόλη ανήγγειλαν τα πάντα, και εκείνα για τους δαιμονιζόμενους.
34 Και ξάφνου, ολόκληρη η πόλη βγήκε έξω σε συνάντηση του Ιησού· και όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από τα όριά τους.