Ματθαίος / Matthew
1 ΚΑΤΑ τον καιρό εκείνο, ο Ηρώδης ο τετράρχης άκουσε τη φήμη τού Ιησού,
2 και είπε στους δούλους του: Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής· αυτός σηκώθηκε από τους νεκρούς, και γι' αυτό ενεργούν σ' αυτόν οι δυνάμεις.
3 Επειδή, ο Ηρώδης, αφού συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε, και τον έβαλε στη φυλακή, εξαιτίας τής Ηρωδιάδας τής γυναίκας τού αδελφού του, του Φιλίππου,
4 για τον λόγο ότι, ο Ιωάννης έλεγε σ' αυτόν: Δεν σου επιτρέπεται να την έχεις.
5 Και θέλοντας να τον θανατώσει, φοβόταν το πλήθος, επειδή τον είχαν ως προφήτη.
6 Και όταν γίνονταν τα γενέθλια του Ηρώδη, η θυγατέρα τής Ηρωδιάδας χόρεψε ανάμεσά τους, και άρεσε στον Ηρώδη.
7 Γι' αυτό, της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι αν ζητήσει.
8 Και εκείνη, αφού παρακινήθηκε από τη μητέρα της: Δώσε μου, λέει, εδώ επάνω σε πιάτο το κεφάλι τού Βαπτιστή Ιωάννη.
9 Και ο βασιλιάς λυπήθηκε· εξαιτίας, όμως, των όρκων και των συγκαθήμενων πρόσταξε να της δοθεί.
10 Και αφού έστειλε, αποκεφάλισε τον Ιωάννη μέσα στη φυλακή.
11 Και το κεφάλι του φέρθηκε επάνω σε πιάτο, και δόθηκε στη νεαρή κοπέλα· και το έφερε στη μητέρα της.
12 Και καθώς ήρθαν εκεί οι μαθητές του, σήκωσαν το σώμα, και το έθαψαν· και ερχόμενοι το ανήγγειλαν στον Ιησού.
13 Και όταν ο Ιησούς το άκουσε, αναχώρησε από εκεί, μέσα σε πλοίο προς έναν έρημο τόπο, κατ' ιδίαν· και καθώς το άκουσαν τα πλήθη, τον ακολούθησαν πεζοί από τις πόλεις.
14 Και όταν ο Ιησούς βγήκε έξω, είδε ένα μεγάλο πλήθος, και σπλαχνίστηκε γι' αυτούς, και θεράπευσε τους αρρώστους τους.
15 Και όταν έγινε βράδυ, ήρθαν σ' αυτόν οι μαθητές του, λέγοντας: Ο τόπος είναι έρημος, και η ώρα έχει ήδη περάσει· απόλυσε τα πλήθη, για να πάνε στις κωμοπόλεις και να αγοράσουν τροφές για τον εαυτό τους.
16 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Δεν έχουν ανάγκη να πάνε· δώστε τους εσείς να φάνε.
17 Και εκείνοι λένε σ' αυτόν: Δεν έχουμε εδώ, παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια.
18 Και εκείνος είπε: Φέρτε τα εδώ σε μένα.
19 Και αφού πρόσταξε τα πλήθη να καθήσουν επάνω στα χόρτα, και πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό τα ευλόγησε· και αφού τα έκοψε, έδωσε τα ψωμιά στους μαθητές, και οι μαθητές στα πλήθη.
20 Και έφαγαν όλοι, και χόρτασαν· και σήκωσαν το περίσσευμα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
21 Κι αυτοί που έτρωγαν ήσαν μέχρι 5.000 άνδρες, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά.
22 Και ο Ιησούς ανάγκασε αμέσως τους μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να πάνε πριν απ' αυτόν στην αντίπερα όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη.
23 Και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο βουνό κατ' ιδίαν για να προσευχηθεί. Και όταν έγινε βράδυ, ήταν εκεί μόνος.
24 Και το πλοίο ήταν ήδη στο μέσον της θάλασσας, βασανιζόμενο από τα κύματα· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντιος.
25 Και κατά την τέταρτη φυλακή της νύχτας, ο Ιησούς πήγε προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα.
26 Και οι μαθητές, βλέποντάς τον να περπατάει επάνω στη θάλασσα, ταράχτηκαν, λέγοντας ότι: Είναι φάντασμα· και από τον φόβο, έκραξαν.
27 Αμέσως, όμως, ο Ιησούς τούς μίλησε, λέγοντας: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι· μη φοβάστε.
28 Και αποκρινόμενος σ' αυτόν ο Πέτρος είπε: Κύριε, αν είσαι εσύ, πρόσταξέ με νάρθω σε σένα επάνω στα νερά.
29 Και εκείνος είπε: Έλα. Και αφού ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο, περπάτησε επάνω στα νερά, για νάρθει στον Ιησού.
30 Βλέποντας, όμως, τον άνεμο δυνατόν, φοβήθηκε· και καθώς άρχισε να καταποντίζεται, έκραξε, λέγοντας: Κύριε, σώσε με.
31 Και ο Ιησούς απλώνοντας αμέσως το χέρι, τον έπιασε, και του λέει: Ολιγόπιστε, σε τι δίστασες;
32 Και όταν μπήκαν στο πλοίο, σταμάτησε ο άνεμος.
33 Και εκείνοι που ήσαν μέσα στο πλοίο, μόλις ήρθαν, τον προσκύνησαν, λέγοντας: Αληθινά, είσαι Υιός τού Θεού.
34 Και αφού διαπέρασαν, ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ.
35 Και μόλις οι άνθρωποι εκείνου τού τόπου τον γνώρισαν, έστειλαν σε όλη εκείνη την περίχωρο, και έφεραν σ' αυτόν όλους όσους έπασχαν·
36 και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν μονάχα την άκρη από το ιμάτιό του· και όσοι άγγιξαν, γιατρεύτηκαν.