Ματθαίος / Matthew
1 ΚΑΙ όταν ο Ιησούς τελείωσε όλα αυτά τα λόγια, είπε στους μαθητές του:
2 Ξέρετε ότι ύστερα από δύο ημέρες γίνεται το Πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί.
3 Τότε, συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού στην αυλή τού αρχιερέα, που λεγόταν Καϊάφας·
4 και έκαναν συμβούλιο για να συλλάβουν τον Ιησού με δόλο, και να τον θανατώσουν.
5 Έλεγαν, μάλιστα: Όχι στη γιορτή, για να μη γίνει θόρυβος μέσα στον λαό.
6 Και όταν ο Ιησούς βρισκόταν στη Βηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα,
7 ήρθε κοντά του μια γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο από πολύτιμο μύρο, και το έχυνε ολόκληρο επάνω στο κεφάλι του, ενώ καθόταν στο τραπέζι.
8 Και οι μαθητές του, βλέποντάς το, αγανάκτησαν, λέγοντας: Προς τι αυτή η σπατάλη;
9 Επειδή, αυτό το μύρο μπορούσε να πουληθεί σε μια μεγάλη τιμή, και να δοθεί στους φτωχούς.
10 Καθώς δε ο Ιησούς το κατάλαβε, τους είπε: Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Επειδή, έκανε σε μένα ένα καλό έργο.
11 Επειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε.
12 Άλλωστε, αυτή, χύνοντας τούτο το μύρο επάνω στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου.
13 Σας διαβεβαιώνω, όπου αν κηρυχθεί τούτο το ευαγγέλιο, σε όλο τον κόσμο, θα γίνει λόγος και γι' αυτό που αυτή έπραξε, σε ανάμνησή της.
14 Τότε, ένας από τους δώδεκα, αυτός που λεγόταν Ιούδας ο Ισκαριώτης, πήγε προς τους αρχιερείς,
15 και είπε: Τι θέλετε να μου δώσετε, και εγώ θα σας τον παραδώσω; Και εκείνοι έδωσαν σ' αυτόν 30 αργύρια.
16 Και από τότε ζητούσε ευκαιρία για να τον παραδώσει.
17 Και την πρώτη ημέρα των αζύμων ήρθαν οι μαθητές κοντά στον Ιησού, λέγοντάς του: Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα;
18 Και εκείνος είπε: Πηγαίνετε στην πόλη στον τάδε, και πείτε του: Ο δάσκαλος λέει: Πλησίασε ο καιρός μου· στο σπίτι σου θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου.
19 Και οι μαθητές του έκαναν όπως τους παρήγγειλε ο Ιησούς· και ετοίμασαν το Πάσχα.
20 Και όταν έγινε βράδυ, καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους δώδεκα·
21 και ενώ έτρωγαν, είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει.
22 Και λυπούμενοι υπερβολικά, άρχισαν να του λένε, κάθε ένας απ' αυτούς: Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;
23 Και εκείνος απαντώντας, είπε: Αυτός που βούτηξε το χέρι του μαζί μου στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει.
24 Ο Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει μεν, όπως είναι γραμμένο γι' αυτόν· αλλοίμονο, όμως, στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου τού οποίου ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται· καλό ήταν σ' εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν είχε γεννηθεί.
25 Και απαντώντας ο Ιούδας, που τον παρέδινε, είπε: Μήπως εγώ είμαι, Ραββί; Του λέει: Εσύ το είπες.
26 Και ενώ έτρωγαν, παίρνοντας ο Ιησούς τον άρτο, και αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδινε στους μαθητές, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου.
27 Και παίρνοντας το ποτήρι, κι αφού ευχαρίστησε, τους έδωσε, λέγοντας: Πιείτε απ' αυτό όλοι·
28 επειδή, τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών.
29 Και σας λέω ότι, δεν θα πιω στο εξής από τούτο το γέννημα της αμπέλου, μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν θα το πίνω καινούργιο μαζί σας στη βασιλεία τού Πατέρα μου.
30 Και αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο όρος των ελαιών.
31 Τότε, ο Ιησούς τούς λέει: Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα χτυπήσω τον ποιμένα, και τα πρόβατα του ποιμνίου θα διασκορπιστούν»·
32 και αφού αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία.
33 Και απαντώντας ο Πέτρος, του είπε: Και αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ποτέ δεν θα σκανδαλιστώ.
34 Ο Ιησούς τού είπε: Σε διαβεβαιώνω ότι, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές.
35 Ο Πέτρος λέει σ' αυτόν: Και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ. Το ίδιο είπαν και όλοι οι μαθητές.
36 Τότε, έρχεται μαζί τους ο Ιησούς σε ένα χωριό, που λέγεται Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές: Καθήστε αυτού, μέχρις ότου πάω και προσευχηθώ εκεί.
37 Και αφού παρέλαβε τον Πέτρο και τους δύο γιους τού Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί.
38 Τότε, τους λέει: Η ψυχή μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου.
39 Και αφού προχώρησε λίγο, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, προσευχόμενος και λέγοντας: Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας παρέλθει από μένα αυτό το ποτήρι· όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλ' όπως εσύ.
40 Και έρχεται προς τους μαθητές, και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει προς τον Πέτρο: Έτσι δεν μπορέσατε να αγρυπνήσετε μία ώρα μαζί μου;
41 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι αδύναμη.
42 Ξανά, για δεύτερη φορά πήγε και προσευχήθηκε, λέγοντας: Πατέρα μου, αν δεν είναι δυνατόν να παρέλθει από μένα τούτο το ποτήρι, χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου.
43 Και όταν ήρθε τούς βρίσκει πάλι να κοιμούνται· επειδή, τα μάτια τους ήσαν βαριά.
44 Και αφού τους άφησε, πήγε ξανά και προσευχήθηκε για τρίτη φορά, λέγοντας τον ίδιο λόγο.
45 Τότε, έρχεται στους μαθητές, και τους λέει: Κοιμάστε, λοιπόν, και αναπαύεστε· να! πλησίασε η ώρα, και ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών·
46 σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει.
47 Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ήρθε· και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού.
48 Και εκείνος που τον παρέδινε, τους έδωσε ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον.
49 Κι αμέσως, αφού πλησίασε τον Ιησού, είπε: Χαίρε, Ραββί· και τον καταφίλησε.
50 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Φίλε, γιατί ήρθες; Τότε, αφού ήρθαν κοντά, έβαλαν τα χέρια επάνω στον Ιησού, και τον έπιασαν.
51 Και ξάφνου, ένας, από εκείνους που ήσαν μαζί με τον Ιησού, απλώνοντας το χέρι, τράβηξε τη μάχαιρά του, και χτυπώντας τον δούλο τού αρχιερέα, του απέκοψε το αυτί του.
52 Τότε, ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Ξαναβάλε τη μάχαιρά σου στη θέση της· επειδή, όλοι όσοι πιάσουν μάχαιρα, με μάχαιρα θα πεθάνουν·
53 ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τώρα κιόλας τον Πατέρα μου, και θα στήσει κοντά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων;
54 Πώς, λοιπόν, θα εκπληρωθούν οι γραφές, ότι έτσι πρέπει να γίνει;
55 Κατά την ώρα εκείνη ο Ιησούς είπε προς τα πλήθη: Βγήκατε σαν σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε; Καθημερινά καθόμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε.
56 Και όλο αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι γραφές των προφητών. Τότε, όλοι οι μαθητές, αφού τον εγκατέλειψαν, έφυγαν.
57 Και εκείνοι που είχαν πιάσει τον Ιησού, τον έφεραν στον αρχιερέα Καϊάφα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι.
58 Ο δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά, μέχρι την αυλή τού αρχιερέα· και αφού μπήκε μέσα, καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος.
59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία ενάντια στον Ιησού, για να τον θανατώσουν·
60 και δεν βρήκαν· και παρόλο που ήρθαν πολλοί ψευδομάρτυρες, δεν βρήκαν. Ύστερα, όμως, καθώς προσήλθαν δύο ψευδομάρτυρες,
61 είπαν: Αυτός είπε: Μπορώ να γκρεμίσω τον ναό τού Θεού, και μέσα σε τρεις ημέρες να τον κτίσω.
62 Και αφού σηκώθηκε ο αρχιερέας, του είπε: Δεν απαντάς; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;
63 Και ο Ιησούς σιωπούσε. Και απαντώντας ο αρχιερέας, του είπε: Σε ορκίζω στον ζωντανό Θεό, να μας πεις, αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού.
64 Ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Εσύ το είπες· όμως, σας λέω: Στο εξής, θα δείτε τον Υιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού.
65 Τότε, ο αρχιερέας ξέσχισε τα ιμάτιά του, λέγοντας ότι: Βλασφήμησε· τι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες. Να, τώρα ακούσατε τη βλασφημία του·
66 τι σας φαίνεται; Και εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Είναι ένοχος θανάτου.
67 Τότε, έφτυσαν στο πρόσωπό του, και τον γρονθοκόπησαν· άλλοι, μάλιστα, τον χαστούκισαν,
68 λέγοντας: Προφήτευσε σε μας, Χριστέ, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;
69 Ο δε Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή· και ήρθε κοντά του μία δούλη, λέγοντας: Κι εσύ ήσουν μαζί με τον Ιησού, τον Γαλιλαίο.
70 Και εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: Δεν ξέρω τι λες.
71 Και όταν βγήκε έξω στον πυλώνα, τον είδε μια άλλη, και λέει σ' αυτούς που ήσαν εκεί: Κι αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού, τον Ναζωραίο.
72 Αρνήθηκε και πάλι, με όρκο, ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο.
73 Και ύστερα από λίγο, καθώς ήρθαν κοντά αυτοί που στέκονταν τριγύρω, είπαν στον Πέτρο: Στ' αλήθεια, κι εσύ είσαι απ' αυτούς· επειδή, και η ομιλία σου σε κάνει φανερόν.
74 Τότε, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. Κι αμέσως λάλησε ο πετεινός.
75 Και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο του Ιησού, που του είχε πει ότι: Πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Και βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά.