Ματθαίος / Matthew
1 Επειδή, η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με έναν άνθρωπο οικοδεσπότη, που βγήκε έξω αμέσως το πρωί για να μισθώσει εργάτες για τον αμπελώνα του·
2 και αφού συμφώνησε με τους εργάτες για ένα δηνάριο την ημέρα, τους έστειλε στον αμπελώνα του.
3 Και βγαίνοντας έξω γύρω στις εννιά η ώρα το πρωί, είδε άλλους στην αγορά να στέκονται αργοί.
4 Και σ' εκείνους είπε: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας δώσω. Και εκείνοι πήγαν.
5 Όταν ξαναβγήκε γύρω στις δώδεκα και στις τρεις η ώρα έκανε το ίδιο.
6 Και βγαίνοντας έξω γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, βρήκε άλλους να στέκονται αργοί, και λέει σ' αυτούς: Γιατί στέκεστε εδώ αργοί όλη την ημέρα;
7 Του λένε: Επειδή, δεν μας μίσθωσε κανένας· λέει σ' αυτούς: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και θα πάρετε ό,τι είναι δίκαιο.
8 Και αφού έγινε βράδυ, ο κύριος του αμπελώνα λέει στον επίτροπό του: Κάλεσε τους εργάτες, και δώσ' τους τον μισθό, αρχίζοντας από τους τελευταίους μέχρι τούς πρώτους.
9 Και όταν ήρθαν εκείνοι που μισθώθηκαν γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, πήραν από ένα δηνάριο.
10 Και καθώς ήρθαν οι πρώτοι νόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα· πήραν, όμως, κι αυτοί από ένα δηνάριο.
11 Και παίρνοντάς το, γόγγυζαν ενάντια στον οικοδεσπότη,
12 λέγοντας ότι: Αυτοί οι τελευταίοι έκαναν μία ώρα, και τους έκανες ίσους μ' εμάς, που βαστάξαμε το βάρος τής ημέρας και τον καύσωνα.
13 Και εκείνος απαντώντας, είπε σε έναν απ' αυτούς: Φίλε, δεν σε αδικώ· δεν συμφώνησες μαζί μου ένα δηνάριο;
14 Πάρε το δικό σου, και πήγαινε· θέλω, όμως, να δώσω σε τούτον τον τελευταίο, όπως και σε σένα·
15 ή δεν έχω δικαίωμα να κάνω ό,τι θέλω με τα δικά μου; Ή το μάτι σου είναι πονηρό, επειδή εγώ είμαι αγαθός;
16 Έτσι οι τελευταίοι θα είναι πρώτοι, και οι πρώτοι τελευταίοι· επειδή, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί.
17 Και καθώς ο Ιησούς ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα, πήρε τούς δώδεκα μαθητές ιδιαιτέρως στον δρόμο, και τους είπε:
18 Δέστε, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, και ο Υιός τού ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και τους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο·
19 και θα τον παραδώσουν στα έθνη για να τον εμπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν· και κατά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.
20 Τότε, ήρθε κοντά του η μητέρα των γιων τού Ζεβεδαίου μαζί με τους γιους της, προσκυνώντας, και ζητώντας απ' αυτόν κάτι.
21 Και εκείνος τής είπε: Τι θέλεις; Του λέει: Πες να καθήσουν αυτοί οι δύο γιοι μου, ένας από τα δεξιά σου, και ένας από τα αριστερά σου, στη βασιλεία σου.
22 Και απαντώντας ο Ιησούς, είπε: Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πρόκειται να πιω, και να βαπτιστείτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι; Του λένε: Μπορούμε.
23 Και τους λέει: Το μεν ποτήρι μου θα πιείτε, και το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτιστείτε· το να καθήσετε, όμως, από τα δεξιά μου και από τα αριστερά μου, δεν είναι δικό μου να δώσω, παρά σε όσους είναι ετοιμασμένο από τον Πατέρα μου.
24 Και όταν το άκουσαν οι δέκα, αγανάκτησαν ενάντια στους δύο αδελφούς.
25 Και ο Ιησούς, αφού τους κάλεσε κοντά του, είπε: Ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών τα κατακυριεύουν, και οι μεγάλοι τα κατεξουσιάζουν·
26 όμως, δεν θα είναι έτσι ανάμεσά σας· αλλά, όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, ας είναι υπηρέτης σας·
27 και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, ας είναι δούλος σας·
28 όπως ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει, και να δώσει τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών.
29 Και ενώ έβγαιναν από την Ιεριχώ, τον ακολούθησε ένα μεγάλο πλήθος.
30 Και ξάφνου, δύο τυφλοί καθισμένοι κοντά στον δρόμο, όταν άκουσαν ότι περνάει ο Ιησούς, έκραξαν, λέγοντας: Ελέησέ μας, Κύριε, γιε τού Δαβίδ.
31 Και το πλήθος τούς επέπληξε για να σωπάσουν· αλλά, εκείνοι έκραζαν πιο δυνατά, λέγοντας: Ελέησέ μας, Κύριε, γιε τού Δαβίδ.
32 Και καθώς ο Ιησούς στάθηκε, τους φώναξε, και είπε: Τι θέλετε να σας κάνω;
33 Του λένε: Κύριε, να ανοιχτούν τα μάτια μας.
34 Και ο Ιησούς, επειδή τους σπλαχνίστηκε, άγγιξε τα μάτια τους· κι αμέσως τα μάτια τους ξαναείδαν, και τον ακολούθησαν.