2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ τον επόμενο χρόνο, κατά την εποχή που εκστρατεύουν οι βασιλιάδες, ο Δαβίδ έστειλε τον Ιωάβ, και τους δούλους του μαζί του, και ολόκληρο τον Ισραήλ· και κατέστρεψαν τους γιους Αμμών, και πολιόρκησαν τη Ραββά. Ο Δαβίδ, όμως, έμεινε στην Ιερουσαλήμ.
2 Και προς την εσπέρα, όταν ο Δαβίδ σηκώθηκε από το κρεβάτι του,περπατούσε επάνω στην ταράτσα τού βασιλικού σπιτιού· και από την ταράτσα είδε μία γυναίκα να λούζεται· και η γυναίκα ήταν υπερβολικά ωραία στην όψη.
3 Και ο Δαβίδ έστειλε και ερεύνησε για τη γυναίκα. Και κάποιος είπε: Δεν είναι αυτή η Βηθ-σαβεέ, η θυγατέρα του Ελιάμ, η γυναίκα τού Ουρία τού Χετταίου;
4 Και ο Δαβίδ έστειλε μηνυτές και την πήρε· και όταν ήρθε σ' αυτόν, κοιμήθηκε μαζί της, (επειδή, είχε καθαριστεί από την ακαθαρσία της·) και γύρισε στο σπίτι της.
5 Και η γυναίκα συνέλαβε· και στέλνοντας μήνυμα στον Δαβίδ, ανήγγειλε και είπε: Είμαι έγκυος.
6 Και ο Δαβίδ έστειλε μήνυμα στον Ιωάβ, λέγοντας: Στείλε μου τον Ουρία τον Χετταίο. Και ο Ιωάβ έστειλε στον Δαβίδ τον Ουρία.
7 Και όταν ο Ουρίας ήρθε σ' αυτόν, ο Δαβίδ ρώτησε πώς έχει ο Ιωάβ, και πώς έχει ο λαός, και πώς έχουν τα πράγματα του πολέμου.
8 Και ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: Κατέβα στο σπίτι σου, και πλύνε τα πόδια σου. Και ο Ουρίας βγήκε από το σπίτι τού βασιλιά· και πίσω του ήρθε μερίδιο από το τραπέζι τού βασιλιά.
9 Ο Ουρίας, όμως, κοιμήθηκε δίπλα στη θύρα τού σπιτιού τού βασιλιά, μαζί με όλους τους δούλους τού κυρίου του, και δεν κατέβηκε στο σπίτι του.
10 Και όταν ανήγγειλαν στον Δαβίδ, λέγοντας: Ο Ουρίας δεν κατέβηκε στο σπίτι του, ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: Εσύ δεν έρχεσαι από οδοιπορία; Γιατί δεν κατέβηκες στο σπίτι σου;
11 Και ο Ουρίας είπε στον Δαβίδ: Η κιβωτός, και ο Ισραήλ, και ο Ιούδας κατοικούν σε σκηνές, και ο κύριός μου ο Ιωάβ, και οι δούλοι τού κυρίου μου, είναι στρατοπεδευμένοι επάνω στο πρόσωπο της πεδιάδας· και εγώ θα πάω στο σπίτι μου, για να φάω, και να πιω, και να κοιμηθώ με τη γυναίκα μου; Ζεις, και ζει η ψυχή σου, δεν θα κάνω αυτό το πράγμα.
12 Και ο Δαβίδ είπε στον Ουρία: Μείνε εδώ και σήμερα, και αύριο θα σε εξαποστείλω. Και έμεινε ο Ουρίας στην Ιερουσαλήμ εκείνη την ημέρα, και την επόμενη.
13 Και ο Δαβίδ τον κάλεσε, και έφαγε μπροστά του, και ήπιε· και τον μέθυσε· και την εσπέρα βγήκε να κοιμηθεί επάνω στο κρεβάτι του μαζί με τους δούλους τού κυρίου του, πλην στο σπίτι του δεν κατέβηκε.
14 Και το πρωί ο Δαβίδ έγραψε μια επιστολή στον Ιωάβ, και την έστειλε δια χειρός τού Ουρία.
15 Και στην επιστολή έγραψε, λέγοντας: Βάλτε τόν Ουρία απέναντι στη σκληρότερη μάχη· έπειτα, συρθείτε απ' αυτόν, για να χτυπηθεί και να πεθάνει.
16 Και αφού ο Ιωάβ παρατήρησε την πόλη, διόρισε τον Ουρία σε θέση, όπου ήξερε ότι ήσαν άνδρες δύναμης.
17 Και βγήκαν οι άνδρες τής πόλης, και πολέμησαν με τον Ιωάβ· και έπεσαν από τον λαό μερικοί από τους δούλους τού Δαβίδ· θανατώθηκε δε και ο Ουρίας ο Χετταίος.
18 Και ο Ιωάβ έστειλε και ανήγγειλε στον Δαβίδ όλα τα σχετικά για τον πόλεμο.
19 Και πρόσταξε τον μηνυτή, λέγοντας: Αφού τελειώσεις μιλώντας στον βασιλιά όλα τα σχετικά για τον πόλεμο,
20 αν ανάψει ο θυμός τού βασιλιά, και σου πει: Γιατί πλησιάσατε την πόλη μαχόμενοι; Δεν ξέρετε ότι θα τόξευαν από το τείχος;
21 Ποιος πάταξε τον Αβιμέλεχ, τον γιο τού Ιερουβέσεθ; Κάποια γυναίκα δεν έρριξε επάνω του ένα κομμάτι μυλόπετρας από το τείχος, και πέθανε, στη Θαιβαίς; Γιατί πλησιάσατε στο τείχος; Τότε, πες: Πέθανε και ο δούλος σου ο Ουρίας, ο Χετταίος.
22 Πήγε, λοιπόν, ο μηνυτής, και καθώς ήρθε, ανήγγειλε στον Δαβίδ όλα εκείνα, για τα οποία τον είχε στείλει ο Ιωάβ.
23 Και είπε ο μηνυτής στον Δαβίδ, ότι υπερίσχυσαν εναντίον μας οι άνδρες, και βγήκαν προς εμάς στην πεδιάδα, και τους καταδιώξαμε μέχρι την είσοδο της πύλης·
24 αλλ' οι τοξότες τόξευσαν από το τείχος επάνω στους δούλους σου· και μερικοί από τους δούλους τού βασιλιά πέθαναν, και ο δούλος σου ο Ουρίας ο Χετταίος ακόμα πέθανε.
25 Τότε ο Δαβίδ είπε στον μηνυτή: Έτσι θα πεις στον Ιωάβ: Μη σε ανησυχεί αυτό το πράγμα· επειδή, η ρομφαία κατατρώει πότε τον έναν, και πότε τον άλλον· ενίσχυσε τη μάχη σου ενάντια στην πόλη, και να την καταστρέψεις· κι εσύ ενθάρρυνέ τον.
26 Και όταν η γυναίκα τού Ουρία άκουσε, ότι ο Ουρίας ο άνδρας της πέθανε,πένθησε για τον άνδρα της.
27 Και αφού πέρασε το πένθος, ο Δαβίδ έστειλε και την πήρε στο σπίτι του· και έγινε γυναίκα του, και του γέννησε έναν γιο. Το πράγμα, όμως, που έπραξε ο Δαβίδ, φάνηκε κακό στα μάτια τού Κυρίου.