2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ ο Δαβίδ μίλησε στον Κύριο τα λόγια τούτης της ωδής, την ημέρα κατά την οποία ο Κύριος τον ελευθέρωσε από το χέρι όλων των εχθρών του, και από το χέρι τού Σαούλ·
2 και είπε: Ο ΚΥΡΙΟΣ είναι πέτρα μου, και φρούριό μου, και ελευθερωτής μου·
3 ο Θεός είναι ο βράχος μου· σ' αυτόν θα ελπίζω· Η ασπίδα μου, και το στήριγμα της σωτηρίας μου, ο ψηλός πύργος μου, και το καταφύγιό μου, Ο σωτήρας μου· εσύ με έσωσες από την αδικία.
4 Θα επικαλεστώ τον αξιύμνητο Κύριο, και θα σωθώ από τους εχθρούς μου.
5 Όταν με περικύκλωσαν τα κύματα του θανάτου, χείμαρροι ανομίας με κατατρόμαξαν.
6 Οι πόνοι τού άδη με περικύκλωσαν, οι παγίδες τού θανάτου με έφτασαν,
7 στη στενοχώρια μου επικαλέστηκα τον Κύριο, και αναβόησα στον Θεό μου· και άκουσε από τον ναό του τη φωνή μου, και η κραυγή μου ήρθε στα αυτιά του.
8 Τότε, η γη σαλεύθηκε και έγινε έντρομη· τα θεμέλια του ουρανού ταράχτηκαν και σαλεύτηκαν, επειδή οργίστηκε.
9 Από τους μυκτήρες του ανέβαινε καπνός, και από το στόμα του έβγαινε φωτιά που κατέτρωγε· κάρβουνα άναψαν απ' αυτόν.
10 Και χαμήλωσε τους ουρανούς, και κατέβηκε, και κάτω από τα πόδια του ήταν πυκνό σκοτάδι.
11 Και ανέβηκε επάνω σε χερουβείμ, και πέταξε, και φάνηκε επάνω σε φτερούγες ανέμων.
12 Και έβαλε το σκοτάδι για σκηνή ολόγυρά του, νερά σκοτεινά, πυκνά σύννεφα των ανέμων.
13 Κάρβουνα φωτιάς άναψαν, από τη λάμψη που είναι μπροστά του.
14 Ο Κύριος βρόντησε από τον ουρανό, και ο Ύψιστος έδωσε τη φωνή του.
15 Και έστειλε βέλη, και τους σκόρπισε· αστραπές, και τους συντάραξε.
16 Και φάνηκαν οι πυθμένες της θάλασσας, ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια της οικουμένης, Στην επιτίμηση του Κυρίου, από το φύσημα της πνοής των μυκτήρων του.
17 Έστειλε από ψηλά· με πήρε· με τράβηξε από πολλά νερά.
18 Με ελευθέρωσε από τον δυνατό εχθρό μου, και από εκείνους που με μισούσαν, επειδή ήσαν πιο δυνατοί από μένα.
19 Με πρόφτασαν την ημέρα της θλίψης μου· αλλ' ο Κύριος στάθηκε το αντιστήριγμά μου·
20 Και με έβγαλε σε ευρυχωρία· με ελευθέρωσε, επειδή ευδόκησε σε μένα.
21 Ο Κύριος με αντάμειψε σύμφωνα με τη δικαιοσύνη μου· μου ανταπέδωσε σύμφωνα με την καθαρότητα των χεριών μου.
22 επειδή, φύλαξα τους δρόμους τού Κυρίου, και δεν ασέβησα παρεκκλίνοντας από τον Θεό μου.
23 Επειδή, όλες οι κρίσεις του ήσαν μπροστά μου· και από τα διατάγματά του δεν απομακρύνθηκα.
24 Και στάθηκα απέναντί του άμεμπτος, και φυλάχτηκα από την ανομία μου.
25 Και ο Κύριος μου ανταπέδωσε σύμφωνα με τη δικαιοσύνη μου, σύμφωνα με την καθαρότητά μου μπροστά στα μάτια του.
26 Με όσιον, όσιος θα είσαι· με άνδρα τέλειο, τέλειος θα είσαι·
27 Με καθαρόν, καθαρός θα είσαι· και με διεστραμμένον, διεστραμμένα θα φερθείς.
28 Και θα σώσεις λαόν θλιμμένο· ενάντια δε στους υπερήφανους είναι τα μάτια σου, για να τους ταπεινώσεις.
29 Επειδή, εσύ, Κύριε, είσαι το λυχνάρι μου· και ο Κύριος θα φωτίσει το σκοτάδι μου.
30 Επειδή, με σένα θα διασπάσω στράτευμα· με τον Θεό μου θα πηδήσω επάνω από τείχος.
31 Του Θεού, ο δρόμος του είναι άμωμος, ο λόγος τού Κυρίου είναι δοκιμασμένος· είναι ασπίδα όλων εκείνων που ελπίζουν σ' αυτόν.
32 Επειδή, ποιος Θεός υπάρχει, εκτός από τον Κύριο; Και ποιος είναι φρούριο, εκτός από τον Θεό μας;
33 Ο Θεός είναι το δυνατό οχύρωμά μου· και ο οποίος κάνει άμωμο τον δρόμο μου.
34 Κάνει τα πόδια μου σαν τα πόδια των ελαφιών, και με στήνει επάνω στους ψηλούς τόπους μου.
35 Διδάσκει τα χέρια μου σε πόλεμο, και έκανε τον βραχίονά μου χάλκινο τόξο.
36 Έδωσες δε σε μένα την ασπίδα της σωτηρίας σου· και η αγαθότητά σου με μεγάλυνε.
37 Εσύ πλάτυνες τα βήματά μου, από κάτω μου, και τα πόδια μου δεν κλονίστηκαν.
38 Καταδίωξα τους εχθρούς μου, και τους αφάνισα· και δεν γύρισα πίσω, μέχρις ότου τους συντέλεσα.
39 Και τους συντέλεσα, και τους σύντριψα, και δεν μπόρεσαν να ανασηκωθούν· και έπεσαν κάτω από τα πόδια μου.
40 Και με περίζωσες δύναμη για πόλεμο· συγκύρτωσες από κάτω μου εκείνους που επαναστάτησαν εναντίον μου.
41 Και έκανες τους εχθρούς μου να στρέψουν σε μένα τα νώτα, και εξολόθρευσα αυτούς που με μισούσαν.
42 Κοίταξαν ολόγυρα, αλλά δεν υπήρχε κανένας που να σώζει· βόησαν στον Κύριο, αλλά δεν τους εισάκουσε.
43 Τους κονιορτοποίησα σαν τη σκόνη τής γης· τους σύντριψα σαν τη λάσπη τού δρόμου, τους καταπάτησα.
44 Και με ελευθέρωσες από τις αντιλογίες τού λαού μου· με έκανες κεφαλή των εθνών· λαός που δεν είχα γνωρίσει, με υπηρέτησε.
45 Ξένοι υποτάχθηκαν σε μένα· μόλις άκουσαν, αμέσως υπάκουσαν σε μένα.
46 Ξένοι παρέλυσαν, μάλιστα κατατρόμαξαν από τους απόκρυφους τόπους τους·
47 Ζει ο Κύριος· και ευλογημένο το φρούριό μου· και ας υψωθεί ο Θεός, το φρούριο της σωτηρίας μου.
48 Ο Θεός, που κάνει εκδίκηση για μένα, και υποτάσσει τους λαούς κάτω από μένα·
49 Και εκείνος που με έβγαλε μέσα από τους εχθρούς μου· ναι, εσύ, με υψώνεις επάνω από εκείνους που επαναστατούν εναντίον μου· με ελευθέρωσες από άδικον άνδρα.
50 Γι' αυτό, Κύριε, θα σε υμνώ ανάμεσα στα έθνη, και θα ψάλλω στο όνομά σου.
51 Αυτός μεγαλύνει τις σωτηρίες τού βασιλιά του· και κάνει έλεος στον χρισμένο του, στον Δαβίδ και στο σπέρμα του, μέχρι τον αιώνα.