2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ ο Αχιτόφελ είπε στον Αβεσσαλώμ: Ας διαλέξω τώρα 12.000 άνδρες, και καθώς σηκωθώ, να καταδιώξω πίσω από τον Δαβίδ τη νύχτα·
2 και θα πέσω επάνω του, καθώς είναι αποκαμωμένος και εξασθενημένος στα χέρια, και θα τον κατατρομάξω· και ολόκληρος ο λαός που είναι μαζί του θα φύγει, και θα πατάξω τον βασιλιά μοναχό του·
3 και θα σου επιστρέψω ολόκληρο τον λαό· επειδή, ο άνδρας που ζητάς, είναι σαν να επέστρεφαν όλοι· και ολόκληρος ο λαός θα είναι με ειρήνη.
4 Και ο λόγος άρεσε στον Αβεσσαλώμ, και σε όλους τούς πρεσβύτερους του Ισραήλ.
5 Τότε, ο Αβεσσαλώμ είπε: Κάλεσε τώρα και τον Χουσαϊ τον Αρχίτη, και ας ακούσουμε τι λέει κι αυτός.
6 Και όταν ο Χουσαϊ μπήκε στον Αβεσσαλώμ, ο Αβεσσαλώμ τού είπε, λέγοντας: Ο Αχιτόφελ μίλησε με τούτο τον τρόπο· πρέπει να κάνουμε σύμφωνα με τον λόγο του ή όχι; Μίλησε κι εσύ.
7 Και ο Χουσαϊ είπε στον Αβεσσαλώμ: Δεν είναι καλή η συμβουλή που έδωσε αυτή τη φορά ο Αχιτόφελ.
8 Και ο Χουσαϊ είπε: Εσύ ξέρεις τον πατέρα σου και τους άνδρες του, ότι είναι δυνατοί, και καταπικραμένοι στην ψυχή, σαν μια αρκούδα που στερήθηκε τα παιδιά της στην πεδιάδα· και ο πατέρας σου είναι άνδρας πολεμιστής, και δεν θα μείνει τη νύχτα με τον λαό·
9 να, τώρα είναι κρυμμένος σε κάποιον λάκκο ή σε κάποιον άλλον τόπο· και αν κάποιοι απ' αυτούς πέσουν στην αρχή, καθένας που θα το ακούσει θα πει: Θραύση έγινε στον λαό, που ακολουθεί τον Αβεσσαλώμ·
10 τότε, και ο ανδρείος, που η καρδιά του είναι σαν την καρδιά του λιονταριού, θα νεκρωθεί ολοκληρωτικά· επειδή, ολόκληρος ο Ισραήλ γνωρίζει ότι ο πατέρας σου είναι δυνατός· και οι άνδρες που είναι μαζί του είναι άνδρες δύναμης·
11 για όλα αυτά εγώ συμβουλεύω να συγκεντρωθεί κοντά σου ολόκληρος ο Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, σαν την άμμο, που είναι κοντά στη θάλασσα κατά το πλήθος, και να πας προσωπικά να πολεμήσεις·
12 έτσι θα επιτεθούμε εναντίον του, σε όποιον τόπο βρεθεί, θα πέσουμε επάνω του, όπως η δρόσος πέφτει επάνω στη γη· ώστε απ' αυτόν, και από όλους τούς ανθρώπους που είναι μαζί του, δεν θα μείνει ούτε ένας·
13 και αν καταφύγει σε κάποια πόλη, τότε ολόκληρος ο Ισραήλ θα φέρει ενάντια στην πόλη εκείνη σχοινιά, και θα τη σύρουμε μέχρι τον χείμαρρο, ώστε να μη μείνει εκεί ούτε ένα πετραδάκι.
14 Και είπε ο Αβεσσαλώμ, και όλοι οι άνδρες τού Ισραήλ: Καλύτερη είναι η συμβουλή τού Χουσαϊ τού Αρχίτη από την συμβουλή τού Αχιτόφελ. (Επειδή, ο Κύριος διέταξε να διαλύσει την καλή συμβουλή τού Αχιτόφελ, για να επιφέρει ο Κύριος το κακό επάνω στον Αβεσσαλώμ).
15 Και ο Χουσαϊ είπε στον Σαδώκ και στον Αβιάθαρ, τους ιερείς: Έτσι κι έτσι συμβούλευσε ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ και τους πρεσβύτερους του Ισραήλ, και έτσι κι έτσι συμβούλευσα εγώ·
16 τώρα, λοιπόν, στείλτε γρήγορα και αναγγείλατε στον Δαβίδ, λέγοντας: Μη μείνεις αυτή τη νύχτα στις πεδιάδες τής ερήμου, αλλά σπεύσε να διαπεράσεις, για να μη καταβροχθιστεί ο βασιλιάς, και ολόκληρος ο λαός που είναι μαζί του.
17 Και ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας στέκονταν κοντά στην Εν-ρωγήλ, επειδή δεν τολμούσαν να φανούν ότι έμπαιναν στην πόλη· και πήγε μια κοπελίτσα και τους ανήγγειλε το πράγμα· κι εκείνοι πήγαν και το ανήγγειλαν στον βασιλιά Δαβίδ.
18 Ένας νέος, όμως, βλέποντάς τους, το ανήγγειλε στον Αβεσσαλώμ· όμως, και οι δύο πήγαν γρήγορα, και μπήκαν στο σπίτι κάποιου στη Βαουρείμ, που είχε ένα πηγάδι στην αυλή του, και κατέβηκαν εκεί.
19 Και η γυναίκα, παίρνοντας ένα κάλυμμα το άπλωσε επάνω στο στόμιο του πηγαδιού, και έχυσε επάνω του κοπανισμένο σιτάρι· ώστε, δεν έγινε γνωστό το πράγμα.
20 Και καθώς ήρθαν οι δούλοι τού Αβεσσαλώμ στο σπίτι, στη γυναίκα, είπαν: Πού είναι ο Αχιμάας και ο Ιωνάθαν; Και η γυναίκα τούς είπε: Διάβηκαν το ρυάκι τού νερού. Και αφού τους αναζήτησαν και δεν τους βρήκαν, γύρισαν στην Ιερουσαλήμ.
21 Και όταν εκείνοι αναχώρησαν, ανέβηκαν από το πηγάδι, και πήγαν και ανήγγειλαν στον βασιλιά Δαβίδ, και είπαν στον Δαβίδ: Σηκωθείτε, και διαπεράστε γρήγορα το νερό· επειδή, έτσι συμβούλευσε εναντίον σας ο Αχιτόφελ.
22 Τότε, ο Δαβίδ σηκώθηκε, και ολόκληρος ο λαός που ήταν μαζί του, και διάβηκαν τον Ιορδάνη· μέχρι το χάραμα της ημέρας δεν έλειψε ούτε ένας απ' αυτούς, που δεν διάβηκε τον Ιορδάνη.
23 Και ο Αχιτόφελ, βλέποντας ότι δεν εκτελέστηκε η συμβουλή του, σαμάρωσε το γαϊδούρι του, και αφού σηκώθηκε, αναχώρησε στο σπίτι του, στην πόλη του· και αφού διέταξε τις υποθέσεις τής οικογένειάς του, κρεμάστηκε, και πέθανε, και θάφτηκε στον τάφο τού πατέρα του.
24 ΚΑΙ ο Δαβίδ ήρθε στη Μαχαναϊμ· ο δε Αβεσσαλώμ διάβηκε τον Ιορδάνη, αυτός, και όλοι οι άνδρες τού Ισραήλ μαζί του.
25 Και ο Αβεσσαλώμ έκανε αρχιστράτηγο τον Αμασά, αντί του Ιωάβ. (Και ο Αμασά ήταν γιος άνδρα Ισραηλίτη, ο οποίος ονομαζόταν Ιθρά, που είχε μπει μέσα στην Αβιγαία, τη θυγατέρα τού Νάας, αδελφή τής Σερουϊας, της μητέρας τού Ιωάβ).
26 Και ο Ισραήλ και ο Αβεσσαλώμ στρατοπέδευσαν στη Γαλαάδ.
27 Και όταν ο Δαβίδ ήρθε στη Μαχαναϊμ, ο Σωβεί, ο γιος τού Νάας από τη Ραββά, από τους γιους Αμμών, και ο Μαχείρ, ο γιος τού Αμμιήλ από τη Λο-δεβάρ, και ο Βαρζελλαϊ ο Γαλααδίτης από τη Ρωγελλίμ,
28 έφεραν στον Δαβίδ και στον λαό, που ήταν μαζί του, κρεβάτια, και λεκάνες, και πήλινα σκεύη, και σιτάρι, και κριθάρι, και αλεύρι, και φρυγανισμένο σιτάρι, και κουκιά, και φακή, και φρυγανισμένα όσπρια,
29 και μέλι, και βούτυρο, και πρόβατα, και τυριά βοδινά, για να φάνε· επειδή, είπαν: Ο λαός είναι πεινασμένος, και εξασθενημένος, και διψασμένος, μέσα στην έρημο.