2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ έγινε πείνα στις ημέρες τού Δαβίδ για τρία χρόνια συνεχώς· και ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο. Και ο Κύριος απάντησε: Αυτό έγινε εξαιτίας τού Σαούλ, και της φονικής οικογένειάς του, επειδή θανάτωσε τους Γαβαωνίτες.
2 Και ο βασιλιάς κάλεσε τους Γαβαωνίτες, και τους είπε· (οι δε Γαβαωνίτες δεν ήσαν από τους γιους Ισραήλ, αλλά από τους Αμορραίους, που είχαν εναπολειφθεί· και οι γιοι Ισραήλ είχαν ορκιστεί σ' αυτούς· και ο Σαούλ ζήτησε να τους θανατώσει, από τον ζήλο του για τους γιους τού Ισραήλ και του Ιούδα).
3 Ο Δαβίδ είπε, λοιπόν, στους Γαβαωνίτες: Τι να κάνω σε σας; Και με τι θα κάνω εξιλέωση, για να ευλογήσετε την κληρονομία τού Κυρίου;
4 Και οι Γαβαωνίτες τού είπαν: Εμείς ούτε για ασήμι ούτε για χρυσάφι έχουμε να κάνουμε με τον Σαούλ ή με την οικογένειά του· ούτε ζητάμε να θανατώσεις για χάρη μας άνθρωπο από τον Ισραήλ. Και είπε: Ό,τι πείτε, θα σας το κάνω.
5 Και απάντησαν στον βασιλιά: Του ανθρώπου, που μας αφάνισε, και που μηχανεύτηκε να μας εξολοθρεύσει, ώστε να μη υπάρχουμε σε κανένα από τα όρια του Ισραήλ,
6 ας μας παραδοθούν επτά άνθρωποι από τους γιους του, και θα τους κρεμάσουμε προς τον Κύριο στη Γαβαά τού Σαούλ, του εκλεκτού τού Κυρίου. Και ο βασιλιάς είπε: Εγώ θα τους παραδώσω.
7 Τον Μεμφιβοσθέ, όμως, τον γιο τού Ιωνάθαν, γιου τού Σαούλ, ο βασιλιάς τον λυπήθηκε, εξαιτίας τού όρκου τού Κυρίου που δόθηκε ανάμεσά τους, ανάμεσα στον Δαβίδ και στον Ιωνάθαν, γιου τού Σαούλ.
8 Και ο βασιλιάς πήρε τους δύο γιους τής Ρεσφά, θυγατέρας τού Αϊά, που γέννησε στον Σαούλ, τον Αρμονεί και τον Μεμφιβοσθέ· και τους πέντε γιους τής Μιχάλ, θυγατέρας τού Σαούλ, που γέννησε στον Αδριήλ, γιον τού Βαρζελλαϊ τού Μεωλαθίτη·
9 και τους παρέδωσε στα χέρια των Γαβαωνιτών, και τους κρέμασαν στον λόφο μπροστά στον Κύριο· και έπεσαν μαζί και οι επτά, και θανατώθηκαν στις ημέρες τού θερισμού, στις πρώτες, στην αρχή τού θερισμού των κριθαριών.
10 Και η Ρεσφά, η θυγατέρα τού Αϊά, πήρε έναν σάκο, και τον έστρωσε για τον εαυτό της επάνω στον βράχο, από την αρχή τού θερισμού μέχρις ότου έσταξε νερό από τον ουρανό, και δεν άφηνε ούτε τα πουλιά τού ουρανού να καθήσουν επάνω τους την ημέρα ούτε τα θηρία τού χωραφιού τη νύχτα.
11 Και αναγγέλθηκε στον Δαβίδ τι έκανε η Ρεσφά, η θυγατέρα τού Αϊά, η παλλακή τού Σαούλ.
12 Και ο Δαβίδ πήγε και πήρε τα κόκαλα του Σαούλ, και τα κόκαλα του Ιωνάθαν, του γιου του, από τους άνδρες τής Ιαβείς-γαλαάδ, που τα είχαν κλέψει από την πλατεία τής Βαιθ-σάν, όπου τους είχαν κρεμάσει οι Φιλισταίοι, κατά την ημέρα που οι Φιλισταίοι είχαν θανατώσει τον Σαούλ στη Γελβουέ·
13 και ανέβασε από εκεί τα κόκαλα του Σαούλ, και τα κόκαλα του Ιωνάθαν, του γιου του· και συγκέντρωσαν τα κόκαλα των κρεμασθέντων.
14 Και έθαψαν τα κόκαλα του Σαούλ και του Ιωνάθαν, του γιου του, στη γη Βενιαμίν, στη Σηλά, στον τάφο τού Κεις, του πατέρα του· και έκαναν όλα όσα πρόσταξε ο βασιλιάς. Και ύστερα απ' αυτά ο Θεός εξιλεώθηκε για τη γη.
15 ΚΑΙ έγινε πάλι πόλεμος των Φιλισταίων με τον Ισραήλ· και κατέβηκε ο Δαβίδ και οι δούλοι του, και πολέμησαν εναντίον των Φιλισταίων, και ο Δαβίδ απέκαμε.
16 Και ο Ισβί-βενώθ, εκείνος από τα παιδιά τού Ραφά, που το βάρος τής λόγχης του ήταν 300 σίκλοι χαλκού, που ήταν περιζωσμένος με μια νέα ρομφαία, σκόπευε να θανατώσει τον Δαβίδ.
17 Τον βοήθησε, όμως, ο Αβισαί, ο γιος τής Σερουϊας, και πάταξε τον Φιλισταίο, και τον θανάτωσε. Τότε, οι άνδρες τού Δαβίδ τού ορκίστηκαν, λέγοντας: Δεν θα βγεις πλέον μαζί μας σε πόλεμο, για να μη σβήσεις το λυχνάρι τού Ισραήλ.
18 Και ύστερα απ' αυτά έγινε ξανά πόλεμος με τους Φιλισταίους στη Γωβ, στον οποίο ο Σιββεχαϊ ο Χουσαθίτης θανάτωσε τον Σαφ, που ήταν από τα παιδιά τού Ραφά.
19 Και έγινε ξανά πόλεμος στη Γωβ με τους Φιλισταίους, και ο Ελχανάν, ο γιος τού Ιαρέ-ορεγείμ, ο Βηθλεεμίτης, θανάτωσε τον αδελφό τού Γολιάθ τού Γετθαίου, και το ξύλο τής λόγχης του ήταν σαν το αντί τού υφαντή.
20 Έγινε, ακόμα, πόλεμος στη Γαθ, και υπήρχε ένας άνδρας υπερμεγέθης, και τα δάχτυλα των χεριών του, και τα δάχτυλα των ποδιών του ήσαν έξι και έξι, 24 τον αριθμό· κι αυτός ακόμα ήταν από τη γενεά τού Ραφά.
21 Και ονείδισε τον Ισραήλ· και ο Ιωνάθαν, ο γιος τού Σαμαά, αδελφού τού Δαβίδ, τον πάταξε.
22 Αυτοί οι τέσσερις γεννήθηκαν στον Ραφά στη Γαθ, και έπεσαν με το χέρι τού Δαβίδ, και με το χέρι των δούλων του.