2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ όταν ο γιος τού Σαούλ άκουσε ότι ο Αβενήρ πέθανε στη Χεβρών, νεκρώθηκαν τα χέρια του, και όλοι οι Ισραηλίτες συνταράχτηκαν.
2 Είχε δε ο γιος τού Σαούλ δύο άνδρες, που ήσαν συστρεμματάρχες, το όνομα του ενός ήταν Βαανά, και το όνομα του άλλου Ρηχάβ, γιοι τού Ριμμών, του Βηρωθαίου, από τους γιους Βενιαμίν· (επειδή, και η Βηρώθ θεωρείτο τού Βενιαμίν·
3 οι δε Βηρωθαίοι είχαν φύγει στη Γιτθαϊμ, και ήσαν εκεί, παροικώντας μέχρι αυτή την ημέρα).
4 Και ο Ιωνάθαν, ο γιος τού Σαούλ, είχε έναν γιο βλαμμένον στα πόδια. Ήταν ηλικίας πέντε χρόνων, όταν ήρθαν οι αγγελίες από την Ιεζραέλ για τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν, και η τροφός του τον σήκωσε και έφευγε· κι ενώ έσπευδε να φύγει, αυτός έπεσε, και έγινε χωλός· το δε όνομά του ήταν Μεμφιβοσθέ.
5 Και πήγαν οι γιοι τού Ριμμών, του Βηρωθαίου, ο Ρηχάβ και ο Βαανά, και στο καύμα τής ημέρας μπήκαν μέσα στο σπίτι τού Ις-βοσθέ, που ήταν ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι το μεσημέρι·
6 και μπήκαν εκεί μέχρι το μέσον τού σπιτιού, τάχα για να πάρουν σιτάρι· και τον χτύπησαν κάτω από το πέμπτο πλευρό· και ο Ρηχάβ και ο Βαανά ο αδελφός του διασώθηκαν.
7 Επειδή, όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι, εκείνος ήταν ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι τού κοιτώνα του· και τον χτύπησαν, και τον θανάτωσαν, και του έκοψαν το κεφάλι, και παίρνοντας το κεφάλι του, αναχώρησαν οδοιπορώντας μέσα από την πεδιάδα όλη τη νύχτα.
8 Και έφεραν το κεφάλι τού Ις-βοσθέ στον Δαβίδ στη Χεβρών, και είπαν στον βασιλιά: Δες, το κεφάλι τού Ις-βοσθέ, γιου τού Σαούλ τού εχθρού σου, που ζητούσε τη ζωή σου· και ο Κύριος έδωσε εκδίκηση στον κύριό μου τον βασιλιά αυτή την ημέρα, από τον Σαούλ, και από το σπέρμα του.
9 Και ο βασιλιάς Δαβίδ απάντησε στον Ρηχάβ και στον Βαανά, τον αδελφό του, τους γιους τού Ριμμών, του Βηρωθαίου, και τους είπε: Ζει ο Κύριος, που λύτρωσε την ψυχή μου από κάθε στενοχώρια·
10 εκείνος που μου ανήγγειλε, λέγοντας: Δες, πέθανε ο Σαούλ, και στοχάστηκε τον εαυτό του μηνυτή αγαθής αγγελίας, τον έπιασα, και τον θανάτωσα στη Σικλάγ, αντί να τον βραβεύσω για την αγγελία του·
11 και πόσο μάλλον ανθρώπους πονηρούς, που φόνευσαν έναν δίκαιο άνδρα μέσα στο σπίτι του επάνω στο κρεβάτι του; Τώρα, λοιπόν, δεν θα εκζητήσω το αίμα του από τα χέρια σας, και δεν θα σας εξολοθρεύσω από τη γη;
12 Και ο Δαβίδ διέταξε τους νέους, και τους θανάτωσαν, και έκοψαν τα χέρια τους και τα πόδια τους, και τα κρέμασαν επάνω στο υδροστάσιο στη Χεβρών· το κεφάλι, όμως, του Ις-βοσθέ το πήραν, και το έθαψαν στον τάφο του Αβενήρ στη Χεβρών.