2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ εξάφθηκε ξανά η οργή τού Κυρίου ενάντια στον Ισραήλ, και διέγειρε τον Δαβίδ εναντίον τους για να πει: Πήγαινε, απαρίθμησε τον Ισραήλ και τον Ιούδα.
2 Και ο βασιλιάς είπε στον Ιωάβ, τον αρχηγό τού στρατού, που ήταν μαζί του: Πέρασε μέσα από όλες τις φυλές τού Ισραήλ, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, και απαρίθμησε τον λαό, για να μάθω τον αριθμό του λαού.
3 Και ο Ιωάβ είπε στον βασιλιά: Είθε ο Κύριος ο Θεός σου να προσθέσει στον λαό 100 φορές από ό,τι είναι, και να δουν τα μάτια τού κυρίου μου του βασιλιά· όμως, γιατί ο κύριός μου ο βασιλιάς επιθυμεί αυτό το πράγμα;
4 Ο λόγος, όμως, του βασιλιά υπερίσχυσε επάνω στον Ιωάβ, κι επάνω στους αρχηγούς τού στρατού· και βγήκε ο Ιωάβ, και οι αρχηγοί τού στρατού μπροστά από τον βασιλιά, για να απαριθμήσουν τον λαό, τον Ισραήλ.
5 Και πέρασαν τον Ιορδάνη, και στρατοπέδευσαν στην Αροήρ, στα δεξιά τής πόλης, που ήταν στο μέσον τής φάραγγας Γαδ, και στην Ιαζήρ.
6 Έπειτα, ήρθαν και στη Γαλαάδ, και στη γη Ταχτίμ-οδσεί· και ήρθαν στη Δαν-ιαάν, και ολόγυρα, μέχρι τη Σιδώνα·
7 και ήρθαν στο φρούριο της Τύρου, και σε όλες τις πόλεις των Ευαίων και των Χαναναίων· και βγήκαν προς το νότιο μέρος τού Ιούδα, στη Βηρ-σαβεέ.
8 Και αφού περιόδευσαν ολόκληρη τη γη, ήρθαν στην Ιερουσαλήμ, στο τέλος εννιά μηνών και είκοσι ημερών.
9 Και ο Ιωάβ έδωσε στον βασιλιά το σύνολο της απαρίθμησης του λαού· και ο Ισραήλ ήσαν 800.000 άνδρες δύναμης που έσερναν ρομφαία· και οι άνδρες τού Ιούδα 500.000.
10 Και η καρδιά τού Δαβίδ τον χτύπησε, αφού είχε απαριθμήσει τον λαό. Και ο Δαβίδ είπε στον Κύριο: Αμάρτησα υπερβολικά, πράττοντας αυτό το πράγμα· και, τώρα, σε παρακαλώ, Κύριε, αφαίρεσε την ανομία τού δούλου σου, επειδή μωράθηκα υπερβολικά.
11 Και όταν ο Δαβίδ σηκώθηκε το πρωί, ήρθε ο λόγος του Κυρίου στον Γαδ τον προφήτη, που ήταν αυτός που έβλεπε για τον Δαβίδ, λέγοντας:
12 Πήγαινε, και πες στον Δαβίδ: Έτσι λέει ο Κύριος· τρία πράγματα βάζω εγώ μπροστά σε σένα· διάλεξε για τον εαυτό σου ένα απ' αυτά, και θα σου το κάνω.
13 Ήρθε, λοιπόν, ο Γαδ στον Δαβίδ, και του ανήγγειλε, και του είπε: Θέλεις νάρθουν επάνω σου επτά χρόνια πείνας, επάνω στη γη σου; Ή, τρεις μήνες να φεύγεις μπροστά από τους εχθρούς σου, και να σε καταδιώκουν; Ή, τρεις ημέρες να υπάρχει θανατικό στη γη σου; Τώρα, σκέψου, και δες ποια απάντηση θα φέρω σ' αυτόν που με έστειλε.
14 Και ο Δαβίδ είπε στον Γαδ: Από παντού μού είναι στενά σε υπερβολικό βαθμό· ας πέσω, λοιπόν, στο χέρι τού Κυρίου, επειδή είναι πολλοί οι οικτιρμοί του· σε χέρι, όμως, ανθρώπου ας μη πέσω.
15 Έστειλε, λοιπόν, ο Κύριος θανατικό επάνω στον Ισραήλ, από το πρωί μέχρι τον διορισμένο καιρό· και πέθαναν από τον λαό, από τη Δαν μέχρι τη Βηρ-σαβεέ, 70.000 άνδρες.
16 Και όταν ο άγγελος άπλωσε το χέρι του ενάντια στην Ιερουσαλήμ, για να την καταστρέψει, ο Κύριος μεταμελήθηκε για το κακό, και είπε στον άγγελο που έκανε τη φθορά μέσα στον λαό: Αρκεί ήδη· απόσυρε το χέρι σου. Και ο άγγελος του Κυρίου ήταν κοντά στο αλώνι τού Ορνά τού Ιεβουσαίου.
17 Και ο Δαβίδ μίλησε στον Κύριο, όταν είδε τον άγγελο, εκείνον που θανάτωνε τον λαό, και είπε: Να, εγώ αμάρτησα, και εγώ ανόμησα· αυτά, όμως, τα πρόβατα, τι έκαναν; Εναντίον μου, λοιπόν, ας είναι το χέρι σου, και εναντίον της οικογένειας του πατέρα μου.
18 Και ο Γαδ ήρθε εκείνη την ημέρα στον Δαβίδ, και του είπε: Ανέβα, στήσε ένα θυσιαστήριο στον Κύριο μέσα στο αλώνι τού Ορνά τού Ιεβουσαίου.
19 Και ο Δαβίδ ανέβηκε σύμφωνα με τον λόγο τού Γαδ, καθώς ο Κύριος είχε προστάξει.
20 Και ο Ορνά σήκωσε το βλέμμα του, και είδε τον βασιλιά και τους δούλους του να έρχονται σ' αυτόν· και ο Ορνά βγήκε και προσκύνησε τον βασιλιά με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος.
21 Και ο Ορνά είπε: Γιατί ήρθε ο κύριός μου ο βασιλιάς στον δούλο του; Και ο Δαβίδ είπε: Για να αγοράσω από σένα το αλώνι, ώστε να οικοδομήσω ένα θυσιαστήριο στον Κύριο, και να σταματήσει η πληγή από τον λαό.
22 Και ο Ορνά είπε στον Δαβίδ: Ας πάρει ο κύριός μου ο βασιλιάς, και ας προσφέρει σε θυσία ό,τι φαίνεται αρεστό στα μάτια του· να, τα βόδια για ολοκαύτωμα, και τα αλωνικά εργαλεία και τα εργαλεία των βοδιών για ξύλα.
23 Ο Ορνά τα έδωσε όλα, σαν βασιλιάς σε βασιλιά. Και ο Ορνά είπε στον βασιλιά: Ο Κύριος ο Θεός σου είθε να ευαρεστηθεί σε σένα!
24 Και ο βασιλιάς είπε στον Ορνά: Όχι, αλλά θα το αγοράσω με αντιπληρωμή, οπωσδήποτε· επειδή, δεν θα προσφέρω ολοκαυτώματα στον Κύριο τον Θεό μου δωρεάν. Και ο Δαβίδ αγόρασε το αλώνι και τα βόδια για 50 σίκλους ασήμι.
25 Και ο Δαβίδ οικοδόμησε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο, και πρόσφερε ολοκαυτώματα και ειρηνικές προσφορές. Και ο Κύριος εξιλεώθηκε προς τη γη, και η πληγή σταμάτησε από τον Ισραήλ.