2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ όλες οι φυλές του Ισραήλ ήρθαν στον Δαβίδ στη Χεβρών, και του είπαν, λέγοντας: Δες, κόκαλό σου, και σάρκα σου είμαστε εμείς·
2 και πριν ακόμα, όταν ο Σαούλ βασίλευε επάνω μας, εσύ ήσουν αυτός που έβγαζες έξω και έβαζες μέσα τον Ισραήλ· και σε σένα είπε ο Κύριος: Εσύ θα ποιμάνεις τον λαό μου τον Ισραήλ, κι εσύ θα είσαι ηγεμόνας επάνω στον Ισραήλ.
3 Και ήρθαν όλοι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ στον βασιλιά στη Χεβρών· και ο βασιλιάς Δαβίδ έκανε συνθήκη μαζί τους στη Χεβρών μπροστά στον Κύριο· και έχρισαν τον Δαβίδ βασιλιά επάνω στον Ισραήλ.
4 Ο Δαβίδ, όταν έγινε βασιλιάς, ήταν 30 χρόνων, και βασίλευσε 40 χρόνια·
5 και στη Χεβρών βασίλευσε επάνω στον Ιούδα επτά χρόνια και έξι μήνες· και στην Ιερουσαλήμ βασίλευσε 33 χρόνια επάνω σε ολόκληρο τον Ισραήλ και τον Ιούδα.
6 Και πήγε ο βασιλιάς, και οι άνδρες του στην Ιερουσαλήμ, στους Ιεβουσαίους, που κατοικούσαν τη γη· που μίλησαν στον Δαβίδ, λέγοντας: Δεν θα μπεις εδώ μέσα, αν δεν βγάλεις έξω τους τυφλούς και τους χωλούς· λέγοντας ότι ο Δαβίδ δεν θα μπορούσε να μπει εκεί μέσα.
7 Ο Δαβίδ, όμως, κυρίευσε το φρούριο Σιών· αυτή είναι η πόλη τού Δαβίδ.
8 Και ο Δαβίδ είπε εκείνη την ημέρα: Όποιος φτάσει στον οχετό, και χτυπήσει τους Ιεβουσαίους, και τους χωλούς και τους τυφλούς, που μισεί η ψυχή τού Δαβίδ, θα είναι αρχηγός. Γι' αυτό, λένε: Τυφλός και χωλός δεν θα μπει μέσα στο σπίτι.
9 Και ο Δαβίδ κατοίκησε στο φρούριο, και το ονόμασε: Η πόλη τού Δαβίδ. Και ο Δαβίδ έκανε οικοδομές ολόγυρα από τη Μιλλώ και μέσα.
10 Και ο Δαβίδ προχωρούσε, και μεγαλυνόταν, και ο Κύριος ο Θεός των δυνάμεων ήταν μαζί του.
11 Και ο Χειράμ, ο βασιλιάς τής Τύρου, έστειλε πρέσβεις στον Δαβίδ, και κέδρινα ξύλα, και ξυλουργούς, και χτίστες, και οικοδόμησαν σπίτι στον Δαβίδ.
12 Και ο Δαβίδ γνώρισε, ότι ο Κύριος τον έκανε βασιλιά επάνω στον Ισραήλ, και ότι ύψωσε τη βασιλεία του για τον λαό του τον Ισραήλ.
13 Και ο Δαβίδ πήρε ακόμα παλλακές και γυναίκες από την Ιερουσαλήμ, αφού ήρθε στη Χεβρών· και γεννήθηκαν ακόμα στον Δαβίδ γιοι και θυγατέρες.
14 Και τούτα είναι τα ονόματα αυτών που γεννήθηκαν στην Ιερουσαλήμ: Ο Σαμμουά, και ο Σωβάβ, και ο Νάθαν, και ο Σολομών,
15 και ο Ιεβάρ, και ο Ελισουά, και Νεφέγ, και ο Ιαφιά,
16 και ο Ελισαμά, και ο Ελιαδά, και ο Ελιφαλέτ.
17 Και όταν οι Φιλισταίοι άκουσαν ότι έχρισαν τον Δαβίδ βασιλιά επάνω στον Ισραήλ, όλοι οι Φιλισταίοι ανέβηκαν να ζητήσουν τον Δαβίδ· και ο Δαβίδ το άκουσε, και κατέβηκε στο φρούριο.
18 Και οι Φιλισταίοι ήρθαν, και διαχύθηκαν στην κοιλάδα Ραφαείμ.
19 Και ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο, λέγοντας: Να ανέβω προς τους Φιλισταίους; Θα τους παραδώσεις στο χέρι μου; Και ο Κύριος είπε στον Δαβίδ: Ανέβα· επειδή, σίγουρα θα παραδώσω τους Φιλισταίους στο χέρι σου.
20 Και ο Δαβίδ ήρθε στη Βάαλ-φερασείμ, κι εκεί ο Δαβίδ τούς χτύπησε, και είπε: Ο Κύριος έκοψε στα δύο τους εχθρούς μου μπροστά μου, όπως τα νερά χωρίζονται στα δύο. Γι' αυτό, το όνομα εκείνου του τόπου αποκλήθηκε Βάαλ-φερασείμ.
21 Και εκεί εγκατέλειψαν τα είδωλά τους, και τα σήκωσαν ο Δαβίδ και οι άνδρες του.
22 Και οι Φιλισταίοι ανέβηκαν ξανά, και διαχύθηκαν στην κοιλάδα Ραφαείμ.
23 Και όταν ο Δαβίδ ρώτησε τον Κύριο, είπε: Μη ανέβεις· στρέψε από πίσω τους, και πέσε επάνω τους απέναντι από τις συκαμινιές·
24 και όταν ακούσεις θόρυβο διάβασης επάνω στις κορυφές των συκαμινιών, τότε θα σπεύσεις· επειδή, τότε ο Κύριος θα βγει μπροστά σου, για να χτυπήσει το στρατόπεδο των Φιλισταίων.
25 Και ο Δαβίδ έκανε όπως τον πρόσταξε ο Κύριος· και χτύπησε τους Φιλισταίους από τη Γαβαά μέχρι την είσοδο Γεζέρ.