2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε άμαξες και άλογα, και 50 άνδρες να τρέχουν μπροστά του.
2 Και ο Αβεσσαλώμ σηκωνόταν πρωί, και στεκόταν στα πλάγια του δρόμου τής πύλης· και όταν κάποιος είχε μια διαφορά και ερχόταν στον βασιλιά για να κάνει κρίση, τότε ο Αβεσσαλώμ τον καλούσε κοντά του και του έλεγε: Από ποια πόλη είσαι; Κι εκείνος απαντούσε: Ο δούλος σου είναι από την τάδε φυλή τού Ισραήλ.
3 Και ο Αβεσσαλώμ τού έλεγε: Δες, η υπόθεσή σου είναι καλή και σωστή· όμως, δεν υπάρχει κανένας που να σε ακούει από μέρους τού βασιλιά.
4 Έλεγε ακόμα ο Αβεσσαλώμ: Ποιος να με διόριζε κριτή τού τόπου, για να έρχεται σε μένα καθένας που έχει διαφορά ή κρίση, και να τον δικαιώνω!
5 Και όσες φορές κάποιος πλησίαζε για να τον προσκυνήσει, άπλωνε το χέρι του, και τον έπιανε, και τον φιλούσε.
6 Και ο Αβεσσαλώμ έκανε κατ' αυτόν τον τρόπο σε κάθε Ισραηλίτη, που ερχόταν για κρίση προς τον βασιλιά· και ο Αβεσσαλώμ υπέκλεπτε τις καρδιές των ανδρών τού Ισραήλ.
7 Και στο τέλος των 40 χρόνων, ο Αβεσσαλώμ είπε στον βασιλιά: Ας πάω, παρακαλώ, για να εκπληρώσω την ευχή μου, που είχα ευχηθεί στον Κύριο, στη Χεβρών·
8 επειδή, ο δούλος σου είχε ευχηθεί μια ευχή, όταν κατοικούσε στη Γεσσούρ στη Συρία, λέγοντας: Αν ο Κύριος με επιστρέψει πραγματικά στην Ιερουσαλήμ, τότε θα προσφέρω θυσία στον Κύριο.
9 Και ο βασιλιάς τού είπε: Πήγαινε με ειρήνη. Και αφού σηκώθηκε, πήγε στη Χεβρών.
10 Και ο Αβεσσαλώμ έστειλε κατασκόπους σε όλες τις φυλές τού Ισραήλ, λέγοντας: Καθώς θα ακούσετε τη φωνή τής σάλπιγγας, θα πείτε: Ο Αβεσσαλώμ βασίλευσε στη Χεβρών.
11 Και πήγαν μαζί με τον Αβεσσαλώμ 200 άνδρες από την Ιερουσαλήμ, καλεσμένοι, και πήγαν μέσα στην απλότητά τους, και δεν ήξεραν τίποτε.
12 Και ο Αβεσσαλώμ προσκάλεσε τον Αχιτόφελ τον Γιλωναίο, τον σύμβουλο του Δαβίδ, από την πόλη του, από τη Γιλώ, ενώ πρόσφερε τις θυσίες. Και η συνωμοσία ήταν δυνατή· και ο λαός πληθυνόταν αδιάκοπα κοντά στον Αβεσσαλώμ.
13 Και ήρθε ένας μηνυτής στον Δαβίδ, λέγοντας: Οι καρδιές των ανδρών Ισραήλ στράφηκαν πίσω από τον Αβεσσαλώμ.
14 Και ο Δαβίδ είπε σε όλους τούς δούλους του, εκείνους που ήσαν μαζί του στην Ιερουσαλήμ: Σηκωθείτε, και ας φύγουμε· επειδή, δεν θα μπορέσουμε να διασωθούμε μπροστά από τον Αβεσσαλώμ· βιαστείτε να αναχωρήσουμε, για να μη επιταχύνει και μας καταφτάσει, και σπρώξει το κακό επάνω μας, και πατάξει την πόλη με μάχαιρα.
15 Και οι δούλοι τού βασιλιά είπαν στον βασιλιά: Σε ό,τι διαλέξει ο κύριός μου ο βασιλιάς, να οι δούλοι σου.
16 Και βγήκε έξω ο βασιλιάς, και ολόκληρη η οικογένειά του πίσω απ' αυτόν. Και ο βασιλιάς άφησε τις δέκα γυναίκες τις παλλακές, για να φυλάττουν το σπίτι.
17 Και ο βασιλιάς βγήκε έξω, και από πίσω του ολόκληρος ο λαός, και στάθηκαν σε έναν τόπο, που απείχε μακριά.
18 Και όλοι οι δούλοι του πορεύονταν κοντά του· και όλοι οι Χερεθαίοι, και όλοι οι Φελεθαίοι, και όλοι οι Γετθαίοι, 600 άνδρες, εκείνοι που ήρθαν πίσω απ' αυτόν από τη Γαθ, προπορεύονταν μπροστά από τον βασιλιά.
19 Και ο βασιλιάς είπε στον Ιτταϊ τον Γετθαίο: Γιατί έρχεσαι κι εσύ μαζί μας; Γύρνα πίσω, και να κατοικείς μαζί με τον βασιλιά, επειδή είσαι ξένος, και μάλιστα είσαι μετοικισμένος από τον τόπο σου·
20 χθες ήρθες, και σήμερα θα σε κάνω να περιπλανιέσαι μαζί μας; Κι εγώ θα πάω όπου μπορέσω· γύρνα πίσω, και πάρε και τους αδελφούς σου· έλεος και αλήθεια μαζί σου!
21 Και ο Ιτταϊ απάντησε στον βασιλιά, και είπε: Ζει ο Κύριος, και ζει ο κύριός μου ο βασιλιάς, όπου και αν είναι ο κύριός μου ο βασιλιάς, είτε σε θάνατο είτε σε ζωή, εκεί βέβαια θα είναι και ο δούλος σου.
22 Και ο Δαβίδ είπε στον Ιτταϊ: Έλα, λοιπόν, και διάβαινε. Και διάβηκε ο Ιτταϊ ο Γετθαίος, και όλοι οι άνδρες του, και όλα τα παιδιά που ήσαν μαζί του.
23 Και ολόκληρος ο τόπος έκλαιγε με δυνατή φωνή, και ολόκληρος ο λαός διάβαινε· διάβηκε και ο βασιλιάς τον χείμαρρο των Κέδρων· και ολόκληρος ο λαός διάβηκε προς τον δρόμο τής ερήμου.
24 Και να, ακόμα και ο Σαδώκ, και όλοι οι Λευίτες μαζί του, φέρνοντας την κιβωτό τής διαθήκης τού Θεού· και έστησαν την κιβωτό τού Θεού· και ανέβηκε ο Αβιάθαρ, αφού τελείωσε ολόκληρος ο λαός διαβαίνοντας από την πόλη.
25 Και ο βασιλιάς είπε στον Σαδώκ: Φέρε την κιβωτό τού Θεού πίσω στην πόλη· αν βρω χάρη στα μάτια του Κυρίου, θα με κάνει να επιστρέψω, και να δω αυτήν, και το κατοικητήριό του·
26 αλλά, αν πει ως εξής: Δεν έχω ευαρέστηση σε σένα, νάμαι εγώ, ας κάνει σε μένα ό,τι φανεί αρεστό στα μάτια του.
27 Ο βασιλιάς είπε ακόμα στον Σαδώκ τον ιερέα: Δεν είσαι εσύ που βλέπεις; Γύρνα πίσω στην πόλη με ειρήνη, και ο Αχιμάας ο γιος σου, και ο Ιωνάθαν ο γιος τού Αβιάθαρ, οι δύο γιοι σας μαζί σας·
28 Κοιτάξτε, εγώ θα μένω στις πεδιάδες τής ερήμου, μέχρις ότου έρθει ένας λόγος από σας για να μου αναγγείλει.
29 Ο Σαδώκ, λοιπόν, και ο Αβιάθαρ επανέφεραν την κιβωτό τού Θεού στην Ιερουσαλήμ, και έμειναν εκεί.
30 Και ο Δαβίδ ανέβαινε διαμέσου της ανάβασης των Ελαιών, ανεβαίνοντας και κλαίγοντας, και έχοντας το κεφάλι του σκεπασμένο, και περπατώντας ξυπόλυτος· και ολόκληρος ο λαός, που ήταν μαζί του, κάθε ένας είχε το κεφάλι του σκεπασμένο, και ανέβαιναν βαδίζοντας και κλαίγοντας.
31 Και ανήγγειλαν στον Δαβίδ, λέγοντας: Ο Αχιτόφελ είναι ανάμεσα στους συνωμότες μαζί με τον Αβεσσαλώμ. Και ο Δαβίδ είπε: Κύριε, δέομαι σε σένα, διάλυσε τη βουλή τού Αχιτόφελ.
32 Και όταν ο Δαβίδ ήρθε στην κορυφή τού βουνού, όπου προσκύνησε τον Θεό, να, ήρθε σε συνάντησή του ο Χουσαϊ ο Αρχίτης, έχοντας ξεσχισμένον τον χιτώνα του, και χώμα επάνω στο κεφάλι του.
33 Και ο Δαβίδ τού είπε: Αν διαβείς μαζί μου, σίγουρα θα μου είσαι φορτίο·
34 αν, όμως, γυρίσεις πίσω στην πόλη, και πεις στον Αβεσσαλώμ: Θα είμαι δούλος σου, βασιλιά· όπως στάθηκα δούλος τού πατέρα σου μέχρι τώρα, έτσι θα είμαι τώρα δούλος σου· τότε, μπορείς να ανατρέψεις τη βουλή τού Αχιτόφελ υπέρ εμού·
35 και δεν είναι εκεί μαζί σου ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ, οι ιερείς; Κάθε τι, λοιπόν, που θα άκουγες από τον οίκο τού βασιλιά, θα το αναγγείλεις στον Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους ιερείς:
36 Δες, εκεί είναι μαζί τους οι δύο γιοι τους, ο Αχιμάας, ο γιος τού Σαδώκ, και ο Ιωνάθαν, ο γιος τού Αβιάθαρ· και διαμέσου αυτών θα μου στέλνετε κάθε τι που θα ακούσετε.
37 Και καθώς ο φίλος τού Δαβίδ, ο Χουσαϊ, μπήκε μέσα στην πόλη, ο Αβεσσαλώμ ήρθε στην Ιερουσαλήμ.