2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ ο Ιωάβ, ο γιος τής Σερουϊας γνώρισε, ότι η καρδιά τού βασιλιά ήταν στον Αβεσσαλώμ.
2 Και ο Ιωάβ έστειλε στη Θεκουέ, και έφερε από εκεί μία σοφή γυναίκα, και της είπε: Προσποιήσου, παρακαλώ, ότι είσαι σε πένθος, και ντύσου ιμάτια πένθιμα, και να μη αλειφθείς με λάδι, αλλά να είσαι σαν μια γυναίκα που πενθεί ήδη πολλές ημέρες για κάποιον που πέθανε·
3 και πήγαινε στον βασιλιά, και να του μιλήσεις σύμφωνα με τούτα τα λόγια. Και ο Ιωάβ έβαλε τα λόγια στο στόμα της.
4 Και καθώς η Θεκωίτισσα γυναίκα μιλούσε στον βασιλιά, έπεσε μπρούμυτα καταγής, και προσκύνησε, και είπε: Βασιλιά, σώσε.
5 Και ο βασιλιάς τής είπε: Τι έχεις; Κι εκείνη είπε: Γυναίκα χήρα είμαι εγώ, αλλοίμονο! Και ο άνδρας μου πέθανε·
6 και η δούλη σου είχε δύο γιους, που λογομάχησαν και οι δύο στο χωράφι, και δεν υπήρχε κάποιος που να τους χωρίσει, αλλά ο ένας πάταξε τον άλλον, και τον θανάτωσε·
7 και ξάφνου, ολόκληρη η συγγένεια σηκώθηκε ενάντια στη δούλη σου, και είπε: Παράδωσέ μας αυτόν που πάταξε τον αδελφό του, για να τον θανατώσουμε, αντί τής ζωής τού αδελφού του που τον φόνευσε, και να εξολοθρεύσουμε ταυτόχρονα και τον κληρονόμο· και έτσι θα σβήσουν το κάρβουνό μου που έμεινε, ώστε να μη αφήσουν στον άνδρα μου όνομα ούτε απομεινάρι, επάνω στο πρόσωπο της γης.
8 Και ο βασιλιάς είπε στη γυναίκα: Πήγαινε στο σπίτι σου, και εγώ θα διατάξω υπέρ του συμφέροντός σου.
9 Και η γυναίκα η Θεκωίτισσα είπε στον βασιλιά: Κύριέ μου βασιλιά, επάνω μου ας είναι η ανομία, και επάνω στον οίκον του πατέρα μου· και ο βασιλιάς και ο θρόνος του, αθώοι.
10 Και ο βασιλιάς είπε: Όποιος μιλήσει εναντίον σου, φέρ' τον σε μένα, και δεν θα σε αγγίξει πλέον.
11 Κι εκείνη είπε: Ας θυμηθεί, παρακαλώ, ο βασιλιάς τον Κύριο τον Θεό σου, και ας μη αφήσει τους εκδικητές τού αίματος να πληθύνουν τη φθορά, και να απολέσουν τον γιο μου. Κι εκείνος είπε: Ζει ο Κύριος, ούτε μια τρίχα τού γιου σου δεν θα πέσει στη γη.
12 Τότε η γυναίκα είπε: Ας μιλήσει, παρακαλώ, η δούλη σου, έναν λόγο στον κύριό μου τον βασιλιά. Και είπε: Μίλησε.
13 Και η γυναίκα είπε: Γιατί στοχάστηκες τέτοιο πράγμα ενάντια στον λαό τού Θεού; Επειδή, ο βασιλιάς το λέει αυτό σαν ένας ένοχος άνθρωπος, για τον λόγο ότι ο βασιλιάς δεν στέλνει να επαναφέρει τον εξόριστό του.
14 Επειδή, αναπόφευκτα θα πεθάνουμε, και είμαστε σαν το χυμένο νερό επάνω στη γη, που δεν μαζεύεται ξανά· και ο Θεός δεν θέλει να χαθεί μια ψυχή, αλλ' εφευρίσκει μέσα, ώστε ο εξόριστος να μη μένει εξωσμένος απ' αυτόν.
15 Τώρα, γι' αυτό ήρθα να μιλήσω αυτό τον λόγο στον κύριό μου τον βασιλιά, επειδή με φόβισε ο λαός· και η δούλη σου είπε: Θα μιλήσω τώρα στον βασιλιά· ίσως, ο βασιλιάς κάνει το αίτημα της δούλης του.
16 Επειδή, ο βασιλιάς θα εισακούσει, για να ελευθερώσει τη δούλη του από το χέρι τού ανθρώπου που ζητάει να με εξαλείψει, ταυτόχρονα δε και τον γιο μου, από την κληρονομιά τού Θεού.
17 Είπε, μάλιστα, η δούλη σου: Ο λόγος τού κυρίου μου του βασιλιά, θα είναι τώρα παρηγορητικός· επειδή, σαν άγγελος Θεού, έτσι είναι ο κύριός μου ο βασιλιάς, στο να διακρίνει το καλό και το κακό· ο Κύριος ο Θεός σου θα είναι μαζί σου.
18 Τότε, ο βασιλιάς απάντησε και είπε στη γυναίκα. Μη κρύψεις από μένα τώρα το πράγμα, που εγώ θα σε ρωτήσω. Και η γυναίκα είπε: Ας μιλήσει, παρακαλώ, ο κύριός μου ο βασιλιάς.
19 Και είπε ο βασιλιάς: Σε όλο αυτό δεν είναι μαζί σου το χέρι τού Ιωάβ; Και η γυναίκα απάντησε και είπε: Ζει η ψυχή σου, κύριέ μου βασιλιά, κανένα απ' αυτά που είπε ο κύριός μου ο βασιλιάς δεν ξέκλινε, ούτε δεξιά ούτε αριστερά· επειδή, ο δούλος σου ο Ιωάβ, αυτός με πρόσταξε, κι αυτός έβαλε όλα τα λόγια αυτά στο στόμα τής δούλης σου·
20 ο δούλος σου ο Ιωάβ το έκανε, να περιστρέψω τη μορφή αυτού του πράγματος· και ο κύριός μου είναι σοφός, σύμφωνα με τη σοφία αγγέλου τού Θεού, στο να γνωρίζει όλα όσα γίνονται στη γη.
21 Και ο βασιλιάς είπε στον Ιωάβ: Δες, τώρα, έκανα αυτό το πράγμα· πήγαινε, λοιπόν, φέρε πίσω τον νέο, τον Αβεσσαλώμ.
22 Και ο Ιωάβ έπεσε μπρούμυτα στη γη, και προσκύνησε, και ευλόγησε τον βασιλιά· και ο Ιωάβ είπε: Σήμερα ο δούλος σου γνωρίζει ότι βρήκα χάρη στα μάτια σου, κύριέ μου βασιλιά, επειδή ο βασιλιάς έκανε σύμφωνα με τον λόγο τού δούλου του.
23 Τότε, ο Ιωάβ σηκώθηκε και πήγε στη Γεσσούρ, και έφερε τον Αβεσσαλώμ στην Ιερουσαλήμ.
24 Και ο βασιλιάς είπε: Ας γυρίσει στο σπίτι του, και ας μη δει το πρόσωπό μου. Έτσι ο Αβεσσαλώμ γύρισε στο σπίτι του, και δεν είδε το πρόσωπο του βασιλιά.
25 Και σε ολόκληρο τον Ισραήλ δεν υπήρχε άνθρωπος να θαυμάζεται τόσο για την ωραιότητά του, όπως ο Αβεσσαλώμ· από το πέλμα του ποδιού του, μέχρι την κορυφή του, δεν υπήρχε ελάττωμα επάνω του·
26 και οσάκις κούρευε το κεφάλι του, (επειδή, στο τέλος κάθε χρόνου το κούρευε· για τον λόγο ότι τα μαλλιά τον βάραιναν, γι' αυτό τα έκοβε·) ζύγιζε τις τρίχες του κεφαλιού του, και ήσαν 200 σίκλοι σύμφωνα με το βασιλικό ζύγι.
27 Και στον Αβεσσαλώμ γεννήθηκαν τρεις γιοι, και μία θυγατέρα, με το όνομα Θάμαρ· αυτή ήταν ωραιότατη γυναίκα.
28 Και ο Αβεσσαλώμ κατοίκησε στην Ιερουσαλήμ δύο ολόκληρα χρόνια, και δεν είδε το πρόσωπο του βασιλιά.
29 Γι' αυτό, ο Αβεσσαλώμ απέστειλε στον Ιωάβ, για να τον στείλει στον βασιλιά· όμως, δεν θέλησε νάρθει σ' αυτόν· απέστειλε ξανά για δεύτερη φορά, αλλά δεν θέλησε νάρθει.
30 Τότε, είπε στους δούλους του: Κοιτάξτε, το χωράφι τού Ιωάβ είναι κοντά στο δικό μου, και έχει εκεί κριθάρι· πηγαίνετε, και κατακάψτε το με φωτιά· και οι δούλοι τού Αβεσσαλώμ κατέκαψαν το χωράφι με φωτιά.
31 Και σηκώθηκε ο Ιωάβ, και ήρθε στον Αβεσσαλώμ στο σπίτι, και του είπε: Γιατί οι δούλοι σου κατέκαψαν το χωράφι μου με φωτιά;
32 Και ο Αβεσσαλώμ απάντησε στον Ιωάβ: Δες, απέστειλα σε σένα, λέγοντας: Έλα εδώ, για να σε στείλω στον βασιλιά να πεις: Γιατί ήρθα από τη Γεσσούρ; Θα ήταν καλύτερο για μένα να ήμουν ακόμα εκεί· τώρα, λοιπόν, ας δω το πρόσωπο του βασιλιά· και αν είναι σε μένα αδικία, ας με θανατώσει.
33 Τότε, ο Ιωάβ ήρθε στον βασιλιά, και του τα ανήγγειλε αυτά· και κάλεσε τον Αβεσσαλώμ, και ήρθε στον βασιλιά, και πέφτοντας μπρούμυτα καταγής, προσκύνησε μπροστά στον βασιλιά· και ο βασιλιάς φίλησε τον Αβεσσαλώμ.