2 Σαμουήλ / 2 Samuel
1 ΚΑΙ ο Δαβίδ είπε: Απομένει κάποιος ακόμα από την οικογένεια του Σαούλ, για να κάνω έλεος σ' αυτόν χάρη τού Ιωνάθαν;
2 Υπήρχε δε ένας δούλος από την οικογένεια του Σαούλ, που ονομαζόταν Σιβά. Και τον κάλεσαν προς τον Δαβίδ, και ο βασιλιάς τού είπε: Εσύ είσαι ο Σιβά; Κι εκείνος είπε: Ο δούλος σου.
3 Και είπε ο βασιλιάς: Δεν απομένει κάποιος ακόμα από την οικογένεια του Σαούλ, για να κάνω σ' αυτόν έλεος Θεού; Και ο Σιβά είπε στον βασιλιά: Υπάρχει ακόμα ένας γιος τού Ιωνάθαν, βλαμμένος στα πόδια.
4 Και ο βασιλιάς τού είπε: Πού είναι αυτός; Και ο Σιβά είπε στον βασιλιά: Να, είναι στο σπίτι τού Μαχείρ, γιου τού Αμμιήλ, στη Λο-δεβάρ.
5 Τότε, ο βασιλιάς Δαβίδ έστειλε, και τον πήρε από το σπίτι τού Μαχείρ, γιου τού Αμμιήλ, από τη Λο-δεβάρ.
6 Και όταν ο Μεμφιβοσθέ, γιος τού Ιωνάθαν, γιου τού Σαούλ, ήρθε στον Δαβίδ, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, και προσκύνησε. Και ο Δαβίδ είπε: Μεμφιβοσθέ! Κι εκείνος είπε: Να, ο δούλος σου.
7 Και ο Δαβίδ τού είπε: Μη φοβάσαι· επειδή, σίγουρα θα κάνω έλεος σε σένα, χάρη τού Ιωνάθαν του πατέρα σου, και θα σου αποδώσω όλα τα κτήματα του Σαούλ τού πατέρα σου· κι εσύ θα τρως ψωμί επάνω στο τραπέζι μου για πάντα.
8 Κι εκείνος τον προσκύνησε, και είπε: Ποιος είναι ο δούλος σου, ώστε να επιβλέψεις σε ένα τέτοιο πεθαμένο σκυλί που είμαι εγώ;
9 Και ο βασιλιάς κάλεσε τον Σιβά, τον δούλο τού Σαούλ, και του είπε: Όλα όσα είχε ο Σαούλ και ολόκληρη η οικογένειά του, τα έδωσα στον γιο τού κυρίου σου·
10 θα καλλιεργείς, λοιπόν, τη γη γι' αυτόν, κι εσύ, και οι γιοι σου, και οι δούλοι σου, και θα φέρεις τα εισοδήματα, για να έχει ο γιος του κυρίου σου τροφή για να τρώει· πλην, ο Μεμφιβοσθέ, ο γιος τού κυρίου σου, θα τρώει ψωμί παντοτινά επάνω στο τραπέζι μου. Και ο Σιβά είχε 15 γιους και 20 δούλους.
11 Και ο Σιβά είπε στον βασιλιά: Σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε ο κύριός μου ο βασιλιάς τον δούλο του, έτσι θα κάνει ο δούλος σου. Και ο Μεμφιβοσθέ, είπε ο βασιλιάς, θα τρώει επάνω στο τραπέζι μου, σαν ένας από τους γιους τού βασιλιά.
12 Και ο Μεμφιβοσθέ είχε έναν μικρόν γιο, που ονομαζόταν Μιχά. Και όλοι όσοι κατοικούσαν στο σπίτι τού Σιβά ήσαν δούλοι τού Μεμφιβοσθέ.
13 Και ο Μεμφιβοσθέ κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ· επειδή, έτρωγε παντοτινά επάνω στο τραπέζι τού βασιλιά· ήταν δε χωλός και στα δύο του πόδια.