1 Σαμουήλ / 1 Samuel
1 ΚΑΙ ο Δαβίδ αναχώρησε από εκεί, και διασώθηκε στο σπήλαιο Οδολλάμ· και όταν οι αδελφοί του, και ολόκληρη η οικογένεια του πατέρα του, το άκουσαν, κατέβηκαν εκεί σ' αυτόν.
2 Και συγκεντρώθηκαν προς αυτόν, καθένας που ήταν σε στενοχώρια, και κάθε χρεοφειλέτης, και κάθε δυσαρεστημένος· και έγινε αρχηγός επάνω σ' αυτούς· και ήσαν μαζί του περίπου 400 άνδρες.
3 Και ο Δαβίδ αναχώρησε από εκεί στη Μισπά τού Μωάβ· και είπε στον βασιλιά τού Μωάβ: Ας έρθουν, παρακαλώ, ο πατέρας μου και η μητέρα μου σε σας, μέχρις ότου γνωρίσω τι θα κάνει σε μένα ο Θεός.
4 Και τους έφερε μπροστά στον βασιλιά τού Μωάβ· και κατοίκησαν μαζί του όλο τον καιρό κατά τον οποίο ο Δαβίδ ήταν στο οχύρωμα.
5 Και ο Γαδ ο προφήτης είπε στον Δαβίδ: Μη μένεις στο οχύρωμα· αναχώρησε, και μπες μέσα στη γη τού Ιούδα. Τότε, ο Δαβίδ αναχώρησε, και μπήκε στο δάσος Αρέθ.
6 Και καθώς ο Σαούλ άκουσε ότι ο Δαβίδ φανερώθηκε, και οι άνδρες του, και όσοι ήσαν μαζί του, (καθόταν μάλιστα ο Σαούλ στη Γαβαά, κάτω από το δέντρο στη Ραμά, έχοντας το δόρυ του στο χέρι του, και όλοι οι δούλοι του στέκονταν μπροστά του·)
7 τότε, ο Σαούλ είπε στους δούλους του, τους παριστάμενους μπροστά του: Ακούστε, τώρα, Βενιαμίτες: Μήπως θα δώσει σε όλους σας ο γιος τού Ιεσσαί χωράφια και αμπέλια ή και όλους σας θα σας κάνει χιλίαρχους και εκατόνταρχους,
8 ώστε όλοι εσείς να συνωμοτήσετε εναντίον μου, και να μη είναι κανένας που να αναγγείλει σε μένα ότι ο γιος μου έκανε συνθήκη με τον γιο τού Ιεσσαί, και να μη υπάρχει κανένας από σας που να πονάει για μένα ή να μου αναγγείλει ότι ο γιος μου διέγειρε τον δούλο μου εναντίον μου, για να στήνει ενέδρες, όπως σήμερα;
9 Και ο Δωήκ ο Ιδουμαίος, που ήταν διορισμένος επάνω στους δούλους του Σαούλ, αποκρίθηκε και είπε: Είδα τον γιο τού Ιεσσαί, που ήρθε στη Νωβ, στον Αχιμέλεχ, τον γιο τού Αχιτώβ·
10 ο οποίος ρώτησε γι' αυτόν τον Κύριο, και του έδωσε τροφές, και του έδωσε και τη ρομφαία τού Γολιάθ τού Φιλισταίου.
11 Τότε, ο βασιλιάς έστειλε να καλέσουν τον Αχιμέλεχ, τον γιο τού Αχιτώβ, τον ιερέα, και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του, τους ιερείς, που ήσαν στη Νωβ· και ήρθαν όλοι στον βασιλιά.
12 Και ο Σαούλ είπε: Άκουσε τώρα, γιε τού Αχιτώβ. Κι εκείνος αποκρίθηκε: Ορίστε εγώ, κύριέ μου.
13 Και ο Σαούλ είπε σ' αυτόν: Γιατί συνωμοτήσατε εναντίον μου, εσύ και ο γιος τού Ιεσσαί, ώστε να του δώσεις ψωμί, και ρομφαία, και να ρωτήσεις τον Θεό γι' αυτόν, ώστε να σηκωθεί εναντίον μου, να στήνει ενέδρες, όπως σήμερα;
14 Και ο Αχιμέλεχ αποκρίθηκε στον βασιλιά, και είπε: Και ποιος ανάμεσα σε όλους τους δούλους σου είναι καθώς ο Δαβίδ, πιστός, και γαμπρός τού βασιλιά, και κινούμενος στο πρόσταγμά σου, και τιμώμενος στην οικογένειά σου;
15 Σήμερα άρχισα να ρωτάω γι' αυτόν τον Θεό; Μη γένοιτο! Ας μη βάλει ο βασιλιάς τίποτε επάνω στον δούλο του ούτε σε όλη την οικογένεια του πατέρα μου· επεδή, ο δούλος σου δεν ξέρει τίποτε για όλα αυτά, ούτε μικρό ούτε μεγάλο.
16 Και ο βασιλιάς είπε: Αχιμέλεχ, θα πεθάνεις οπωσδήποτε, εσύ, και ολόκληρη η οικογένεια του πατέρα σου.
17 Και ο βασιλιάς είπε στους δορυφόρους του, που στέκονταν ολόγυρά του: Στραφείτε και θανατώστε τούς ιερείς τού Κυρίου· επειδή, κι αυτοί έχουν το χέρι τους μαζί με τον Δαβίδ, και επειδή γνώρισαν ότι αυτός έφευγε, και δεν μου το ανήγγειλαν. Οι δούλοι τού βασιλιά, όμως, δεν θέλησαν να απλώσουν τα χέρια τους και να πέσουν επάνω στους ιερείς τού Κυρίου.
18 Και ο βασιλιάς είπε στον Δωήκ: Στρέψε εσύ, και πέσε επάνω στους ιερείς. Και ο Δωήκ ο Ιδουμαίος στράφηκε και έπεσε επάνω στους ιερείς, και εκείνη την ημέρα θανάτωσε 85 άνδρες που φορούσαν λινό εφόδ.
19 Και χτύπησε τη Νωβ, την πόλη των ιερέων, με μάχαιρα, άνδρες και γυναίκες, παιδιά και βρέφη που θήλαζαν, και βόδια και γαϊδούρια, και πρόβατα, με μάχαιρα.
20 Διασώθηκε, όμως, ένας από τους γιους τού Αχιμέλεχ, γιου τού Αχιτώβ, με το όνομα Αβιάθαρ, και έφυγε πίσω από τον Δαβίδ.
21 Και ο Αβιάθαρ ανήγγειλε στον Δαβίδ, ότι ο Σαούλ θανάτωσε τους ιερείς τού Κυρίου.
22 Και ο Δαβίδ είπε στον Αβιάθαρ: Ήξερα εκείνη την ημέρα, κατά την οποία ο Δωήκ ο Ιδουμαίος ήταν εκεί, ότι επρόκειτο σίγουρα να το αναγγείλει στον Σαούλ· εγώ στάθηκα αιτία τού θανάτου όλων των ανθρώπων της οικογένειας του πατέρα σου·
23 μένε μαζί μου, μη φοβάσαι· επειδή, αυτός που ζητάει τη ζωή μου ζητάει και τη ζωή σου· εσύ, εντούτοις, θα είσαι μαζί μου σε ασφάλεια.