1 Σαμουήλ / 1 Samuel
1 Και αφού ο Σαούλ γύρισε από το να κυνηγάει πίσω από τους Φιλισταίους, του ανήγγειλαν, λέγοντας: Δες, ο Δαβίδ είναι στην έρημο Εν-γαδδί.
2 Τότε, ο Σαούλ πήρε 3.000 εκλεκτούς άνδρες, από όλο τον Ισραήλ, και πήγε στο να αναζητάει τον Δαβίδ και τους άνδρες του επάνω στους βράχους των άγριων κατσικιών.
3 Και ήρθε στις μάνδρες των προβάτων επάνω στον δρόμο, όπου ήταν το σπήλαιο· και ο Σαούλ μπήκε για να σκεπάσει τα πόδια του· και ο Δαβίδ και οι άνδρες του κάθονταν στο εσώτερο μέρος τού σπηλαίου.
4 Και οι άνδρες τού Δαβίδ τού είπαν: Να, η ημέρα, για την οποία ο Κύριος μίλησε σε σένα, λέγοντας: Δες, εγώ θα παραδώσω τον εχθρό σου στο χέρι σου, και θα κάνεις σ' αυτόν όπως σου φανεί καλό. Τότε, ο Δαβίδ σηκώθηκε, και έκοψε κρυφά το κράσπεδο από το επανωφόρι τού Σαούλ.
5 Και ύστερα απ' αυτά, η καρδιά τού Δαβίδ τον χτύπησε, επειδή είχε κόψει το κράσπεδο του Σαούλ.
6 Και στους άνδρες του είπε: Μη γένοιτο σε μένα από τον Κύριο, να κάνω αυτό το πράγμα στον Κύριό μου, τον χρισμένο τού Κυρίου, να βάλω το χέρι μου επάνω του· επειδή, είναι χρισμένος τού Κυρίου.
7 Και ο Δαβίδ εμπόδισε μ' αυτά τα λόγια τούς άνδρες του, και δεν τους άφησε να σηκωθούν ενάντια στον Σαούλ. Και αφού σηκώθηκε ο Σαούλ από το σπήλαιο, πήγε στον δρόμο του.
8 Και ύστερα απ' αυτά, αφού ο Δαβίδ σηκώθηκε, βγήκε από το σπήλαιο, και φώναξε δυνατά πίσω από τον Σαούλ, λέγοντας: Κύριέ μου, βασιλιά. Και όταν κοίταξε πίσω του, ο Δαβίδ έσκυψε με το πρόσωπό του στη γη, και τον προσκύνησε.
9 Και ο Δαβίδ είπε στον Σαούλ: Γιατί ακούς τα λόγια ανθρώπων που λένε: Δες, ο Δαβίδ ζητάει το κακό σου;
10 Δες, αυτή την ημέρα είδαν τα μάτια σου με ποιον τρόπο ο Κύριος σε παρέδωσε σήμερα στο χέρι μου, στο σπήλαιο· και μερικοί είπαν να σε θανατώσω· όμως, το μάτι μου σε λυπήθηκε· και είπα: Δεν θα βάλω το χέρι μου ενάντια στον Κύριό μου· επειδή, είναι χρισμένος τού Κυρίου.
11 Δες, ακόμα, πατέρα μου, δες μάλιστα το κράσπεδο από το επανωφόρι σου στο χέρι μου· επειδή, από το γεγονός ότι έκοψα το κράσπεδο από το επανωφόρι σου και δεν σε θανάτωσα, γνώρισε και δες ότι δεν υπάρχει κακία ούτε παράβαση στο χέρι μου, και δεν αμάρτησα εναντίον σου· εσύ, όμως, κυνηγάς τη ζωή μου για να την αφαιρέσεις.
12 Ας κρίνει ο Κύριος ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και ας με εκδικήσει ο Κύριος από σένα· το χέρι μου, όμως, δεν θα είναι επάνω σου·
13 καθώς η παροιμία των αρχαίων λέει: Από ανόμους βγαίνει ανομία· γι' αυτό, το χέρι μου δεν θα είναι επάνω σου.
14 Πίσω από ποιον βγήκε ο βασιλιάς τού Ισραήλ; Πίσω από ποιον τρέχεις εσύ; Πίσω από έναν νεκρωμένο σκύλο, πίσω από έναν ψύλλο.
15 Ο Κύριος, λοιπόν, ας είναι δικαστής, και ας κρίνει ανάμεσα σε μένα και σε σένα· κι ας δει, κι ας δικάσει τη δίκη μου, και ας με ελευθερώσει από το χέρι σου.
16 Και αφού ο Δαβίδ τελείωσε μιλώντας προς τον Σαούλ αυτά τα λόγια, ο Σαούλ είπε: Η φωνή σου είναι αυτή, παιδί μου Δαβίδ; Και ο Σαούλ σήκωσε τη φωνή του και έκλαψε.
17 Και είπε στον Δαβίδ: Είσαι δικαιότερος από μένα· επειδή, εσύ μου ανταπέδωσες καλό, ενώ εγώ σου ανταπέδωσα κακό.
18 Κι εσύ έδειξες σήμερα με πόση αγαθότητα μου φέρθηκες· επειδή, ενώ ο Κύριος με απέκλεισε στα χέρια σου, εσύ δεν με θανάτωσες.
19 Και, ποιος, βρίσκοντας τον εχθρό του, θα τον άφηνε να πάει στον δρόμο του αβλαβώς; Ο Κύριος, λοιπόν, να σου ανταποδώσει καλό, για εκείνο που έκανες σε μένα σήμερα.
20 Και τώρα, δες, εγώ γνωρίζω ότι σίγουρα θα βασιλεύσεις, και η βασιλεία τού Ισραήλ στο χέρι σου θα στερεωθεί.
21 Τώρα, λοιπόν, ορκίσου σε μένα στον Κύριο, ότι δεν θα εξολοθρεύσεις το σπέρμα μου ύστερα από μένα, και ότι δεν θα αφανίσεις το όνομά μου από την οικογένεια του πατέρα μου.
22 Και ο Δαβίδ ορκίστηκε στον Σαούλ. Και ο Σαούλ αναχώρησε στο σπίτι του· και ο Δαβίδ και οι άνδρες του ανέβηκαν στο οχύρωμα.